αγκυλωτός
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀγκυλωτός, -ή, -όν) ἀγκυλώ
νεοελλ.1. κυρτός, καμπύλος
2. φρ. «αγκυλωτός σταυρός» — συμβολικός σταυρός που οι βραχίονες του κάμπτονται σε ορθή γωνία, πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, συνήθως προς τα δεξιά. Τον βαθύτερο συμβολισμό του μπορούμε να τον αναζητήσουμε στη σανσκριτική λέξη svastika, που σημαίνει «αυτός που συντελεί στην ευημερία, στην ευτυχία». Ως σύμβολο της ευημερίας και της καλής τύχης ο αγκυλωτός σταυρός ήταν και εξακολουθεί να είναι πλατιά διαδεδομένος στους περισσότερους πολιτισμούς. Ο αγκυλωτός σταυρός στη ναζιστική ιδεολογία συμβόλιζε τη φυλεκτική καθαρότητα του Αρίου, τον αγώνα εναντίον του χριστιανικού σταυρού και του κομμουνιστικού σφυροδρέπανου
αρχ.
(για το ακόντιο) αυτός που φέρει αγκύλη, ιμάντα.