αγώνισμα

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀγώνισμα) ἀγωνίζομαι
1. συναγωνισμός, διαγωνισμός
2. αθλητικός αγώνας, άθλημα
αρχ.
1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη
2. κατόρθωμα, επίτευγμα
3. έπαθλο
4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια
5. ρητορικό γύμνασμα
6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται μια υπόθεση, η βάση
7. πληθ. τα ἀγωνίσματα
γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα
(για τους ιππείς) δεξιοτεχνήματα
8. φρ. «ἀγώνισμα ποιοῡμαί τι», θεωρώ κάτι μέλημά μου, έχω ως έργο μου.