κελεός

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελεός Medium diacritics: κελεός Low diacritics: κελεός Capitals: ΚΕΛΕΟΣ
Transliteration A: keleós Transliteration B: keleos Transliteration C: keleos Beta Code: keleo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, 610a9.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, ein Waldvogel, Arist. H. A. 8, 3. 9, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κελεός: ἡ, πράσινος δρυοκολάπτης (ὁ Σουΐδ. καὶ ὁ Μέγ. Ἐτυμ. ὄρνεον ταχύτατον ἀπὸ τοῦ κέλλειν = ταχέως βαδίζειν), Picus viridis, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8., 9. 1, 27.- «Κελεός, ἥρως Ἀθηναῖος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: DELG rien de sûr.

Greek Monolingual

κελεός, ὁ (Α)
πράσινος δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kel- «χτυπώ, κόβω, σχίζω», εμφανίζει επίθημα -εός (πιθ. < -εFός), πρβλ. γαλ-εός, ειλ-εός, και συνδέεται με κελεΐς ἀξίνη (γλώσσα του Ησύχ.), κελοί
ξύλα (γλώσσα του Ησύχ.), κόλος, κολάπτω «χτυπώ, τρυπώ (με το ράμφος)» και πιθ. με λιθουαν. kulti «αλωνίζω»].