κελεός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, 610a9.
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, ein Waldvogel, Arist. H. A. 8, 3. 9, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κελεός: ἡ, πράσινος δρυοκολάπτης (ὁ Σουΐδ. καὶ ὁ Μέγ. Ἐτυμ. ὄρνεον ταχύτατον ἀπὸ τοῦ κέλλειν = ταχέως βαδίζειν), Picus viridis, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8., 9. 1, 27.- «Κελεός, ἥρως Ἀθηναῖος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: DELG rien de sûr.
Greek Monolingual
κελεός, ὁ (Α)
πράσινος δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kel- «χτυπώ, κόβω, σχίζω», εμφανίζει επίθημα -εός (πιθ. < -εFός), πρβλ. γαλ-εός, ειλ-εός, και συνδέεται με κελεΐς ἀξίνη (γλώσσα του Ησύχ.), κελοί
ξύλα (γλώσσα του Ησύχ.), κόλος, κολάπτω «χτυπώ, τρυπώ (με το ράμφος)» και πιθ. με λιθουαν. kulti «αλωνίζω»].