κατεικάζω
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
English (LSJ)
A liken to, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Eup.345:—Pass., to be or become like, ὦ . . τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε S. OC338. II guess, surmise, Hdt.6.112; ἐν ὑπονοίῃ κ. Hp.Ep.17; suspect, Hdt.9.109.
German (Pape)
[Seite 1394] vermuthen (eigtl. zu Jemandes Nachtheil), = simplex, ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον, Her. 6, 112. 9, 109. – Pass., Soph. O. C. 339 τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου τροφάς, die sich ähnlich gemacht haben, sich richten nach Aegyptens Brauch.
Greek (Liddell-Scott)
κατεικάζω: ἐξομοιώνω, νομίζω τι ὅμοιον πρός τι, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 35˙- Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὅμοιος, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Σοφ. Ο. Κ. 338. ΙΙ. σχηματίζω εἰκασίας, συμπεραίνω (ἐναντίον τινός), ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Ἡρόδ. 6. 112˙ ἐν ὑπονοίῃ κ. Ἱππ. 1280. 2˙ κυρίως, ὑποπτεύω κακόν τι, Ἡρόδ. 9. 109.
French (Bailly abrégé)
1 conjecturer, soupçonner;
2 conformer ; Pass. être devenu conforme : τινι à qch.
Étymologie: κατά, εἰκάζω.
Greek Monolingual
κατεικάζω (Α)
1. παρομοιάζω με κάποιον, εξομοιώνω («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.)
2. σχηματίζω εικασίες, εικάζω, υποθέτω, βγάζω συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)
3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰκάζω «εξεικονίζω, παρομοιάζω»].