θηλάζω

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλάζω Medium diacritics: θηλάζω Low diacritics: θηλάζω Capitals: ΘΗΛΑΖΩ
Transliteration A: thēlázō Transliteration B: thēlazō Transliteration C: thilazo Beta Code: qhla/zw

English (LSJ)

Dor. aor. 1

   A ἐθήλαξα Theoc.3.16 (v.l. -αζε): (θηλή):    I of the mother or nurse, suckle, Phryn.Com.29, Lys.1.9, Arist.HA576b10: abs., give suck, οἱ μαστοί, οἳ οὐκ ἐθήλασαν Ev.Luc.23.29:—also in Med., ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται Pl.R.460d, cf. Arist.HA566b17; οὐ συλλαμβάνουσι θηλαζόμεναι Id.GA777a13, cf. IG5(2).514.12 (Lycosura):—Pass., to be sucked, ὁ δελφὶς . . θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arist.HA504b25.    II of the young animal, suck, Id.GA733b29, etc.; ἐλέφαντος ὁ σκύμνος θ. τῷ στόματι Id.HA578a22; θηλάζων χοῖρος a sucking pig, Theoc.14.15; seldom of an infant, Orph.Fr.49.87.    2 c. acc., λεαίνας μασδὸν ἐθήλαξεν Theoc.3.16; ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist.HA577b16. (Written θελάσζ- PSI4.368.19 (iii B.C.).)

German (Pape)

[Seite 1207] säu gen, nach VLL. ion. für θηλὴν διδόναι; von der Mutter, τὸ παιδίον Lys. 1, 9; von der Amme, Poll. 2, 163; vgl. Phryn. com. B. A. 99; von Thieren, Arist. H. A. 6, 23, Plut.; von der Brust selbst, N. T. – Med. nach den Gramm. (vgl. Phot. u. B. A. 99) saugen; aber Plat. Rep. V, 460 d ist zweifelhaft; Theocr. 3, 16 hat in dieser Bdtg μάσδον ἐθήλαξεν, wie θηλάζοντα χοῖρον 14, 15; vgl. Plut. Rom. 6 Luc. Soloec. 4; ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist. H. A. 6, 23; pass., γάλα θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων 2, 13; gener. an. 4, 5 heißen die Mütter αἱ θηλαζόμεναι; Plut. Rom. 4 sagt τοῖς βρέφεσι θηλάζεσθαι = θηλὴν ἐπέχειν.

Greek (Liddell-Scott)

θηλάζω: μέλλ. -άσω (ᾰ), Δωρ. -άξω· (θηλή). Ι. ἐπὶ τῆς μητρός, «βυζαίνω», παρέχω γάλα, Λατ. lactare, ἐπὶ τῆς μητρὸς ἢ τροφοῦ, Φρύν. Κωμ. ἐν Μονοτρ. 10, Λυσ. 92. 29· ἀπολύτ., παρέχω εἰς θηλασμόν, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 22, 11· καὶ μαστοί, οἳ οὔ ποτε ἐθήλασαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 29· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ., ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται Πλάτ. Πολ. 460D, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 12, 4· οὐ συλλαμβάνουσι θηλαζόμεναι ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 15, πρβλ. Ι. Ζ. 6. 33, 2. ― Παθ., «βυζαίνομαι», ὁ δελφὶς... θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων αὐτόθι 2. 13, 3, πρβλ. 6. 12, 8. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νεογνοῦ ζῴου, μυζῶ, «βυζαίνω», Λατ. lactere, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 2. 1, 28., 5. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἐλέφαντος ὁ σκύμνος θ. τῷ στόματι ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 27· θηλάζων χοῖρος, γαλαθηνὸν χοιρίδιον, Θεόκρ. 14. 15. 2) μετ’ αἰτ., μασδὸν ἐθήλαξεν ὁ αὐτ. 3. 16· ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 23, 7, πρβλ. 9. 30, 3.

French (Bailly abrégé)

1 donner à téter, allaiter ; fig. abreuver de lait ; adoucir;
2 téter, acc.;
Moy. θηλάζομαι donner à téter, allaiter.
Étymologie: θηλή.

English (Strong)

from thele (the nipple); to suckle, (by implication) to suck: (give) suck(-ling).

English (Thayer)

1st aorist ἐθήλασα; (θηλή a breast (cf. Peile, Etym., p. 124 f));
1. transitive, to give the breast, give suck, to suckle: Lysias, Aristotle, others; the Sept. for הֵינִיק); μαστοί ἐθήλασαν, R G.
2. intransitive, to suck: Aristotle, Plato, Lucian, others; the Sept. for יָנַק); μαστούς, Theocritus, 3:16.

Greek Monolingual

θηλάζω)
1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της»)
2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή του μαστού, βυζαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή.
ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια
αρχ.
θηλαμών
νεοελλ.
θηλαστικός, θήλαστρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό)
αποθηλάζω
αρχ.
αναθηλάζω, εκθηλάζω, παραθηλάζω].