κουρίζω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρίζω Medium diacritics: κουρίζω Low diacritics: κουρίζω Capitals: ΚΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: kourízō Transliteration B: kourizō Transliteration C: kourizo Beta Code: kouri/zw

English (LSJ)

(A), (κοῦρος A) intr.,

   A to be a youth, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκε Od.22.185, cf. A.R.1.195; to be a girl, Id.3.666; παῖς ἔτι -ίζουσα Call.Dian.5, cf. Arat.32.    2 cry like a babe, Call.Jov. 54.    3 of dolphins, κ. ἑὸν σθένος attain the strength of youth, Opp. H.1.664.    II trans., bring up from boyhood or to manhood, ἄνδρας Hes.Th.347.    III κουρίζεσθαι· ὑμεναιοῦσθαι, Hsch.
κουρ-ίζω (B), (κείρω, κουρά)

   A clip, shear, aor. 1 κούριξαν· ἀπεκειραν, Id.:—Pass., κυπάρισσος ἡ κουριζομένη which sprouts when clipped, Thphr.HP2.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίζω: (κόρος, κοῦρος) ἀμετάβ., εἶμαι νεανίας, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκεν Ὀδ. Χ. 185, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 195˙ εἶμαι κοράσιον, ὁ αὐτ. Γ. 666. 2) ἀνδροῦμαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 664. ΙΙ. μεταβ., ἀνατρέφω ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἰς τὴν ἀνδρικήν, ἄνδρας Ἡσιόδ. Θεογ. 347˙ ἴδ κουρίδιος, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être jeune.
Étymologie: κοῦρος.

English (Autenrieth)

only part., when a young man, Od. 22.185†.

Greek Monolingual

(I)
κουρίζω (Α) κούρος (Ι)]
1. είμαι νέος, νεάζω
2. φωνάζω σαν βρέφος
3. γίνομαι ενήλικος, ανδρώνομαι («ἀλλ' ὅτε κουρίζουσιν ἑὸν σθένος», Οππ.)
4. ανατρέφω κάποιον από την παιδική ηλικία μέχρι να μεγαλώσει
5. μέσ. (κατά τον Ησύχ.) κουρίζομαι
παντρεύομαι.———————— (II)
κουρίζω (Α) κουρά]]
1. (κατά τον Ησύχ.) κουρεύω
2. παθ. κουρίζομαι
(για φυτά) κλαδεύομαι συνεχώς και αναβλαστάνω («παρὰ τούτοις γάρ ἐστιν ἡ κουριζομένη κυπάριττος», Θεόφρ.).