ανακλίνω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source

Greek Monolingual

ἀνακλίνω)
1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω
2. ανασηκώνω
3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.)
αρχ.
1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ
2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω
3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι
4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω
5. (για σεισμό) ανατρέπω, καταστρέφω
6. φρ. «ἀνακλίνω ἑμαυτὸν ἐπὶ τὸ ἐναντίον», για ναύτες που παλεύουν εναντίον του ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλίνω.
ΠΑΡ. ανάκλιντρο(ν), ανάκλιση(-ις)
αρχ.
ἀνακλισμός, ἀνάκλιτος.