αράσσω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
(AM ἀράσσω)
ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
1. προσορμίζομαι, αράζω
2. προσορμίζω
νεοελλ.
1. επιδιώκω
2. καταφεύγω
αρχ.
Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω
2. συγκρούω, συντρίβω
3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω
II. (-ομαι)
1. (για πόρτα) ανοίγω με τριγμό
2. ρίχνομαι κάτω, πέφτω
3. (για πράγματα) κτυπώ το ένα με το άλλο
4. φρ. α) «ἀράσσω στέρνα» — στηθοχτυπιέμαι, θρηνώ
β) «ἀράσσω ὄψεις» — τυφλώνομαι
γ) «ἀράσσω πέτροις» — λιθοβολώ
δ) «ἕλκος ἀραχθὲν ἐξ» — τραύμα που προξενήθηκε από.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λ. αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. άραβος, άραδος). Η υπόθεση ότι το ρ. αράσσω είναι συγγενές με το ῥᾱττω / ῥήσσω «χτυπώ, κρούω» δεν φαίνεται ασφαλής. Από το ρ. αράσσω έχει προέλθει και το νεοελλ. αράζω (Ι)].