κρούση
Greek Monolingual
η (AM κρούσις, -εως) κρούω
1. το αποτέλεσμα του κρούω, χτύπημα («τὴν πρὸς ἄλληλα κροῡσιν ἐν τῷ διαφέρεσθαι τραχὺ καὶ φοβερὸν ὑπηχεῑν», Πλούτ.)
2. (για πήλινα αγγεία) εξέταση με χτύπημα του χεριού για να διαπιστωθεί η ακεραιότητα
νεοελλ.
1. νύξη, διερεύνηση («έκανε μια κρούση για αύξηση»)
2. δοκιμαστική πολεμική επίθεση εναντίον του εχθρού
3. τεχνολ. χαρακτηρισμός που αποδίδεται στις στιγμιαίες μεταβολές της ταχύτητας ενός αντικειμένου ή ενός μηχανισμού που εκδηλώνονται με θόρυβο, τίναγμα κ.λπ. («οι κρούσεις του κινητήρα»)
4. φυσ. δράση που ασκεί ένα κινούμενο σώμα σε ένα άλλο σώμα με το οποίο έρχεται σε επαφή λόγω της μάζας και της ταχύτητάς του
μσν.
σύγκρουση
αρχ.
1. το σπιρούνισμα («ἐφεὶς ἐδίωκεν ἤδη φωνῇ θρασυτέρα καὶ ποδὸς κρούσει χρώμενος», Πλούτ.)
2. δοκιμή, εξέταση
3. (σχετικά με σοφιστικά τεχνάσματα) δοκιμή για απάτη
4. η πλήξη έγχορδου μουσικού οργάνου
5. η ενόργανη μουσική
6. φρ. α) «παρὰ τὴν κροῡσιν λέγειν... ἤ ᾄδειν» — λεγόταν για απαγγελία ή άσμα ή μελωδία που συνοδευόταν από ενόργανη μουσική
β) «κροῡσις ὑπὸ τὴν ᾠδήν
πλήρης ενόργανη συμφωνία.