ἀνανήφω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανήφω Medium diacritics: ἀνανήφω Low diacritics: ανανήφω Capitals: ΑΝΑΝΗΦΩ
Transliteration A: ananḗphō Transliteration B: ananēphō Transliteration C: ananifo Beta Code: a)nanh/fw

English (LSJ)

   A become sober again, come to one's senses, Arist.Mir.847b9; ἐκ μέθης D.H.4.35, cf. Lync. ap. Ath.3.109e; ἐκ τοῦ οἴνου Nic.Dam. p.7 D.; return to sobriety of mind, 2 Ep.Ti.2.26; recover from a swoon, Charito 3.1, D.Chr.4.77.    2 trans., make sober again, Luc.Bis Acc.17.

German (Pape)

[Seite 199] wieder nüchtern werden, Plut. Cam. 23; übertr., zu ruhiger Ueberlegungkommen, N. T.; ἐκ μέθης D. Hal. 4, 35; Aesop. 73; akt., wieder nüchtern machen, Luc. Bis acc. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανήφω: ἐπανέρχομαι εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, ἀνανήφω, «ξεμεθῶ», Ἀριστ. Θαυμ. 178· ἐκ μέθης Διον. Ἁλ. 4. 35: ― ἔρχομαι εἰς τὰ λογικά μου, Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. Βϳ, βϳ, 26. 2) μεταβ., κάμνω τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ ἐπανέλθῃ εἰς νηφαλιότητα, Λουκ. Δὶς κατηγ. 17.

French (Bailly abrégé)

1 intr. redevenir à jeun ; recouvrer ses sens;
2 tr. faire redevenir à jeun, remettre en son bon sens.
Étymologie: ἀνά, νήφω.

Spanish (DGE)

1 recuperar la sobriedad ἐκ μέθης D.H.4.35, ἐκ τοῦ οἴνου Nic.Dam.4, cf. Lync. en Ath.109e, Luc.Bis Acc.17
en gener. recobrar el buen juicio, recobrarse ἀπὸ τοῦ τύφου καὶ τῆς δόξης μικρόν τι ἀνανῆψαι D.Chr.4.77, ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος 2Ep.Ti.2.26, ἐκ τῶν θρήνων I.AI 6.241, abs. ἀνάνηφε καὶ ἀνακαλοῦ σεαυτόν M.Ant.6.31, cf. Luc.Salt.84, I.BI 1.619, Aristaenet.1.5.30
prestar cuidado, atención εἰς τὸ ἀκριβὲς τῆς προφητείας ὁ λόγος Cyr.Al.M.70.537C, cf. 664D.
2 volver en sí ἐκ τῆς παρακοπῆς Arist.Mir.847b9, de un desmayo, Charito 3.1.

English (Strong)

from ἀνά and νήφω; to become sober again, i.e. (figuratively) regain (one's) senses: recover self.

English (Thayer)

(in good authors apparently confined to the present; 1st aorist ἀνενηψα); to return to soberness (ἐκ μέθης, which is added by Greek writers); metaphorically: ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος (Winer s Grammar, § 66,2d.) to be set free from the snare of the devil and to return to a sound mind (`one's sober senses'). (Philo, legg. alleg. ii. § 16 ἀνανηφει, τουτ' ἐστι μετανόει; add Josephus, Antiquities 6,11, 10; Cebes (399 B.C.>) tab. 9; Antoninus 6,31; Chariton 5,1.) (See ἀγρυπνέω, at the end.)

Greek Monolingual

ἀνανήφω
γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.)
αρχ.
κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τον συνεφέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νήφω «είμαι νηφάλιος».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ανάνηψη (-ις) νεοελλ. ανανηπτικός].