ανατέλλω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

ἀνατέλλω)
(αμτβ.)
1. υψώνομαι, ανέρχομαι
2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω
αρχ.
1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει
2. γεννώ, φέρνω στο φως
3. (για ποταμούς) πηγάζω
4. αυξάνομαι, μεγαλώνω
5. φανερώνομαι, γεννιέμαι
6. διαφαίνομαι, προκύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τέλλω «τελώ, εκτελώ, ανατέλλω».
ΠΑΡ. ανατολή].