ἀντιδιατίθημι

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιατίθημι Medium diacritics: ἀντιδιατίθημι Low diacritics: αντιδιατίθημι Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: antidiatíthēmi Transliteration B: antidiatithēmi Transliteration C: antidiatithimi Beta Code: a)ntidiati/qhmi

English (LSJ)

   A retaliate upon a person, D.S.34.12; κακῶς παθόντα ἀ Eust.546.28:—Med., offer resistance, πρὸς τὴν πειθώ Longin.17.1; τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, 2 Ep.Ti.2.25.

German (Pape)

[Seite 251] (s. τίθημι), dagegen feststellen; Jemand zur Vergeltung in eine Lage versetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιατίθημι: ἀποδίδω τὰ ἴσα εἴς τινα, ἀμύνομαι, «ἀμυνόμενοι, τοὺς κακόν τι πράξαντας ἀντιδιατιθέντες» Σουΐδ. Διοδ. Ἐκλογαὶ 602. 70· κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Εὐστ. 546. 28: - Μέσ. παρουσιάζω ἀντίστασιν, πρός τι Λογγῖν. 17. 1· τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, τοὺς ἐναντίους, τοὺς ἐχθρούς, Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Β΄, β΄, 25.

French (Bailly abrégé)

prendre des dispositions contraires ; punir.
Étymologie: ἀντί, διατίθημι.

Spanish (DGE)

1 en v. act. vengarse de c. ac. αὐτόν D.S.34.12 φησὶ ... τὸ ἀμύνεσθαι οὐ μόνον σημαίνειν τὸ κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Eust.546.28
abs. οὔτ' ἀντιδιαθεῖναι ... δυνατός ἐστι Ph.2.313.
2 en v. med. oponerse πρὸς τὴν πειθὼ τῶν λόγων Longin.17.1, cf. A.D.Synt.291.2
οἱ ἀντιδιατιθέμενοι los adversarios δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλὰ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας ... ἐν πραΰτητι παιδεύοντα τοὺς ἀ. un siervo del Señor no debe ser pendenciero sino atento con todos ... educando con mansedumbre a los adversarios, 2Ep.Ti.2.25.

English (Thayer)

(present middle ἀντιδιατίθεμαι); in middle to place oneself in opposition, to oppose: of heretics, to dispose in turn, to take in hand in turn: τινα, Diodorus except, p. 602 (vol. v., p. 105,24, Dindorf edition; absolutely to retaliate, Philo de spec. legg. § 15; de concupisc. § 4)).

Greek Monolingual

ἀντιδιατίθημι (AM)
1. ανταποδίδω τα ίσα σε κάποιον
αρχ.
1. προβάλλω αντίσταση
2. οι αντιδιατιθέμενοι
αυτοί που διάκεινται μεταξύ τους εχθρικά.