ἄπρακτος
English (LSJ)
Ion. ἄπρηκτος, ον, Pi.I.8(7).7 codd.: I Act., unavailing, unprofitable, ἄπρηκτον πόλεμον Il.2.121; ἀπρήκτους ἔριδας ib.376; ἄ. ἐλπίς Simon.5.16, cf. Pi. l.c.; ἄ. γίγνεταί τι D.9.40; ἄ. ἡμέραι days when no business is done, holidays, Plu.2.270a, cf. BGU 255.8(vi A. D.); restful, παῦλα B.9.8; ἄ. ἑορτή Proll.Hermog. in Rh. 4.15 W.(s. v.l.); ἀ. χρόνος period of inaction, Plb.2.31.10. b of a farm, untilled, Lys.7.6. 2 of persons, unsuccessful, ἄπρηκτος νέεσθαι Il.14.221; ἄ. ἀπιέναι, ἀπελθεῖν, ἀποχωρεῖν, Th.4.61,99, 1.111; ἄ. γίγνεσθαι gain nothing, Id.2.59; ἄ. ἀποπέμπειν τινά Id.1.24: Comp., Socr.Ep.6.7. Adv. -τως unsuccessfully, Th.6.48; ἄπρακτ' ὀδυρόμενον in vain, B.Fr.8. 3 not taking part in the action, ἄ. κηδευτὴς ὁ χορός Arist.Pr.922b26; doing nothing, idle, Ti.Locr.104e, Arr.Epict.1.10.7. Adv. ἀεργῶς καὶ ἀ. PFlor.295.5 (vi A. D.). 4 impotent, μόρια Orib. Fr.67, cf. Dsc.3.101. Adv. -τως, βοηθεῖ οὐκ ἀ. Orib.Fr.129. II Pass., against which nothing can be done, unmanageable, incurable, ὀδύναι, ἀνίη, Od.2.79, 12.223; μεληδόνες Simon.39; φόβων -ότατος καὶ ἀπορώτατος ὁ τῆς δεισιδαιμονίας Plu.2.165d. 2 not to be done, impossible, πρᾶγμα, ἔργμα, Thgn.1075, 1031; ἄπρηκτα impossibilities, Id.461. 3 not done, left undone, X.Mem.2.1.2, D.19.278; ἄ. ποιῆσαί τι undo it, Id.Prooem.41. 4 c. gen., κοὐδὲ μαντικῆς ἄ. ὑμῖν εἰμί not unassailed even by your divining arts, S.Ant.1035.
German (Pape)
[Seite 338] ion. ἄπρηκτος, 1) nichts ausrichtend, nichts bewirkend, erfolglos, vergeblich, ἄπρηκτον νέεσθαι Iliad. 14, 221; ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν Iliad. 2, 121; ἀπρήκτους ἔριδας 2, 376; Thuc. 1, 111. 4, 61, oft; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά 1, 24; μή οἱ πρέσβεις ἄπρακτοι ἥκοιεν Xen. Hell. 2, 2, 21; so βοήθεια, ἐπιβολή u. ä., Pol. 1, 48, 5. 6, 15, 5; δόρατα ἄπρακτα καὶ μάταια 6, 25, 5; γῆ, nichts einbringend, Plut.; nichts thuend, καὶ ἀργός Plat. Locr. 104 c; φόβων ἀπρακτότατος Plut. superst. 3; ἡμέραι, an denen man nichts unternimmt, Feiertage, Alc. 34 qu. Rom. 25; = ἀποφράς, Luc.; ἑορτή Hermogen. Proleg. p. 27; ἡ θερεία ἀπρ. γίγνεται Pol. 5, 5, 5. – 2) pass., a) wogegen man nichts ausrichten kann, ἀπρήκτους ὀδύνας, unheilbare Schmerzen, Od. 2, 79; ἄπρηκτον ἀνίην, ein unabwendbares Unheil, 12, 223; κακά Pind. I. 7, 7; wie ἀμήχανος. – b) ungethan, ὅπως μη τὰ τῆς πόλεως ἀπρακτα γένηται, nicht besorgt wird, Xen. Mem. 2, 1, 2; vgl. Dem. 19, 278. 50, 58. Auch Sp. – c) οὐδὲ μαντικῆς ἄπ. ὑμῖν γίγνομαι Soph. Ant. 1022, ihr versucht auch die Seherkunst an mir. – Adv. ἀπράκτως, gew. ohne etwas auszurichten, ohne Erfolg, Thuc. 6, 48 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui ne fait rien, qui n’arrive à rien, vain ; ἄπρακτος πόλεμος IL guerre sans résultat ; ἔρις ἄπρακτος IL querelle sans issue ; ἄπρακτον νέεσθαι IL, ἀποχωρεῖν ou ἀπιέναι THC revenir, s’éloigner sans avoir abouti à rien ; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά THC congédier qqn sans qu’il ait rien obtenu ; γῆ ἄπρακτος PLUT terre improductive ; avec un gén. qui ne produit pas : φόβων ἄπρακτος PLUT qui ne cause pas de craintes;
2 qui n’agit pas, inactif, inerte ; ἄπρακτοι ἡμέραι PLUT jours fériés;
II. 1 non fait, qui reste à faire ; particul. non pratique, non entrepris : μαντικῆς ἄπρακτον τινι SOPH qui n’a pas été pour qqn matière à divination, un sujet de prédiction;
2 contre quoi il n’y a rien à faire, irrémédiable, incurable;
Cp. ἀπρακτότερος, Sp. ἀπρακτότατος.
Étymologie: ἀ, πράσσω.
English (Slater)
ᾰπρακτος
1 disabling (πᾶσαν πρᾶξιν κωλύοντα. Wil.) παυσάμενοι δ' ἀπράκτων κακῶν (Schneidewin: ἀπρήκτων codd., def. Forssman, p. 111) (I. 8.7)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. ἄπρηκτος Il.2.121, Od.2.79, Thgn.1031, 1075
• Morfología: [dór. ac. fem. ἀπράκταν B.10.8]
I gener. de cosas y abstr.
1 en constr. pred. no hecho, inacabado λῦσαν δ' ἄπρακτα νεάνιδες las jóvenes dejaron el juego sin terminar Alcm.82.1, τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα X.Mem.2.1.2, εἰ ... τι τούτοις ἄπρακτον ἐστι τούτων si ellos no han hecho alguna de esas cosas D.19.278, cf. PRyl.437.8 (I d.C.), Aristid.Or.11.68, Poll.6.131, ἄπρακτόν τι ποιῆσαι deshacer algo D.Prooem.41.
2 contra lo que no se puede hacer nada μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ Od.2.79, Σκύλλη, ἄ. ἀνίη Od.12.223, μεληδόνες Simon.15.2, κακά Pi.I.8.7
•que no se puede hacer, imposible, irrealizable πρᾶγμα Thgn.1075, μήποτε' ἐπ' ἀπρήκτοισι νόον ἔχε Thgn.461, ἀπρήκτοισιν ἐπ' ἔργμασιν en tus fracasos Thgn.1031
•τὸ ... μηδενὶ πιστεύειν εἰς τέλος ἄπρακτον Plb.8.1b.2, ἐλπίδες Nonn.D.2.626, φιλότης Nonn.D.42.382
•de pers. incapaz (de pagar), insolvente, PRev.Laws 49.23 (III a.C.).
3 de pers. no afectado, no tocado por μαντικῆς S.Ant.1035.
II 1que no obtiene éxito, no provechoso de abstr. πόλεμος Il.2.121, ἐλπίς Simon.37.22, κακαὶ γλῶσσαι E.Ep.5.88, 90
•inútil, vano ταῦτ' ἄχρηστα, ἄπρακτα D.9.40, ζωὴν ἀπρακτοτέραν Socr.Ep.6.7, βοήθεια Plb.1.48.5, φόβος Plu.2.165d
•neutr. adv. ἄπρακτ' ὀδυρόμενον lamentándose en vano B.Fr.12.1
•de pers. inútil, inservible Luc.Pisc.3, para el trabajo PLond.1708.86 (VI d.C.)
•en uso pred. fracasado como suj. ἄπρακτοι ἐγένοντο Th.2.59, φοβούμενοι μὴ ἄπρακτοι ἥκοιεν X.HG 2.2.21, ἄπρακτοι ἀπίασιν Th.4.61, cf. Luc.Sacr.3, ἀπῆλθεν ἄ. Th.4.99, cf. 6.48, ἄ. ἐπανῄει Plb.4.34.11, κινδυνεύει ... ἄ. ἀπεληλυθέναι Luc.Herm.55, τέλος ... ἄπρακτον ἀναστῆναι D.L.4.7, μὴ γένηται ... ἄ. LXX Iu.11.11
•como obj. ἀπράκτους ἀπέκτους ἀπέπεμψαν Th.1.24, cf. Luc.Phal.1.14.
2 de pers. que no actúa, inactivo χορός Arist.Pr.922b26, καθήμενος ἄ. Plu.2.42d, ἔσεσθαι Numen.27.21, ἄπρακτον ... ἐκλελυκότα LXX 2Ma.12.18
•ocioso, inactivo τᾶν ψυχᾶν ... ἀπράκτων Ti.Locr.104e, οὐδὲ γὰρ ἰδιώτας οὐδ' οἰκουροὺς οὐδ' ἀπράκτους ἠξίουν εἶναι θεῶν μαθητάς Plu.2.776e, cf. Arr.Epict.1.10.7
•neutr. subst. τὸ ἄπρηκτον la inactividad Hp.Decent.1
•de abstr. improductivo λόγος ἐστὶ καλοῦ πράγματος ἄπρακτος es una palabra que no produce una bella acción D.Chr.63.2
•c. palabras de tiempo período en el que no se trabaja, fiesta, vacación παῦλα B.10.8, ἡμέραι Plu.2.270a, BGU 255.8 (VI d.C.), ἑορτή Rh.4.15, del Domingo, Theod.Lect.Fr.377, cf. τὸν δὲ λοιπόν χρόνον ... ἄπρακτον εἶχον Plb.2.31.10
•en plu. ἐν ἀπρήκτοισι καθήμεθα estamos sin hacer nada, AP 5.120 (Phld.).
3 que no puede hacer nada, impotente τοὺς σκορπίους ναρκώδεις καὶ ἀπράκτους γίνεσθαι Dsc.3.101, μόρια Orib.Ec.66.1.
III adv. -ως en vano βοηθεῖν οὐκ ἀ. Orib.Ec.132.4
•ociosamente, PFlor.295.5 (VI d.C.).
Greek Monolingual
βλ. άπραχτος.