ασθενής

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσθενής, -ές)
1. ο άρρωστος
2. ο αδύναμος
αρχ.
1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ' ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος»)
2. ο ασήμαντος
3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε ευρεία χρήση στον πεζό λόγο, και, ενώ αρχικά σήμαινε τον φτωχό και τον ασήμαντο, έπειτα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει «αυτόν που δεν έχει σημαντικές δυνάμεις, τον αδύναμο», και αργότερα κατ' ευφημισμό «τον άρρωστο» (πρβλ. άρρωστος).
ΠΑΡ. ασθένεια, ασθενικός, ασθενώ (Ι)
αρχ.
ασθενώ (ΙΙ).
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. ασθενοποιός, ασθενόρριζος, ασθενόψυχος
μσν.
ασθενογενής
νεοελλ.
ασθενοφόρος
(β' συνθετικό) αρχ. εξασθενής, υπερασθενής
νεοελλ.
νευρασθενής, φιλάσθενος, ψυχασθενής).