ἔκτρωμα
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
ατος, τό,= παιδίον νεκρὸν ἄωρον, Hsch.;
A untimely birth, Arist.GA773b18 (pl.), LXX Jb.3.16, al., 1 Ep.Cor.15.8, Ph.1.59; as a term of contempt, Tz.H.5.515.
German (Pape)
[Seite 784] τό, zu früh geborne Leibesfrucht (vom 7. bis 40. Tage), Arist. gener. an. 4, 5; N. T. Nach Phryn. 208 hellenistisch für ἐξάμβλωμα, s. Lob. das.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτρωμα: τό, = «παιδίον νεκρὸν ἄωρον» Ἡσύχ.· βρέφος προώρως γεννώμενον, ἐξάμβλωμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 4, Ἑβδ. (Ἰώβ 3. 16, κ. ἀλλ.)· μεταφ. ἐπὶ ταπεινωτικῆς ἐκφράσεως, πρὸς Κοριν. Α΄, Ἐπιστ. ιε΄, 8, Φίλων 1. 59· ἐπὶ περιφρονήσεως, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 515, 7. 507.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fruit avorté, avorton.
Étymologie: ἐκτιτρώσκω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 embrión o feto no logrado, aborto κυήματ' ἐκπίπτει παραπλήσια τοῖς καλουμένοις ἐκτρώμασιν Arist.GA 773b18, ὥσπερ ἔ. ἐκπορευόμενον ἐκ μήτρας μητρός LXX Ib.3.16, Nu.12.12, cf. Ec.6.3, κινδυνεύει [ὃ] ἔχει ἐγ γαστρὶ παιδίον ἔ. γίνεσθαι corre el peligro de que se eche a perder el niño que lleva en el seno, PTeb.800.30 (II a.C.), ἀμβλωθρίδια ... καὶ ἐκτρώματα Ph.1.59, ἔ. ἐστι τὸ μήπω διαμορφωθὲν τελίως ἐν τῷ γαστρί Olymp.Iob 44.6, cf. Phryn.258
•fig., peyor. engendro como pred., para indicar humildad máxima ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί el último de todos se mostró (Jesús) ante mí, que soy como un engendro, 1Ep.Cor.15.8, cf. Ign.Rom.9.2, como insulto, Tz.H.5.517
•dicho del eón valentiniano Sofía en su realización de Acamot (ἄμορφος) ... ὥσπερ ἔ. Iren.Lugd.Haer.1.4.1, cf. 8.2, de la raza humana antes de la revelación, según los seguidores de Basílides, Hippol.Haer.7.26.7, cf. Tert.Praescr.7.
2 aborto, parto prematuro ἐκτρώματα ... καὶ δυστοκίαι καὶ νεκρώσεις Vett.Val.52.18.
English (Strong)
from a comparative of ἐκ and titrosko (to wound); a miscarriage (abortion), i.e. (by analogy) untimely birth: born out of due time.
English (Thayer)
ἐκτρωτος, τό (ἐκτιτρώσκω to cause or to suffer abortion; like ἔκβρωμα from ἐκβιβρώσκω), an abortion, abortive birth; an untimely birth: ἔκτρωμα, and in Aristotle, de gen. an. 4,5, 4 (p. 773b, 18); but, as Phrynichus shows, p. 208f, Lob. edition (288f, edition Rutherford), ἀμβλωμα and ἐξαμβλωμα are preferable; (Huxtable in Expositor for Apr. 1882, p. 277ff; Lightfoot Ignatius ad Romans 9 [ET], p. 230 f).)
Greek Monolingual
το (AM ἔκτρωμα)
1. έμβρυο που αποβλήθηκε με έκτρωση, εξάμβλωμα, απόριμμα
2. τέρας ασχήμιας, υπερβολικά άσχημο πράγμα
3. (μτφ. για ανθρώπους) αποκρουστικός, τερατώδης
αρχ.
πρόωρος τοκετός.