εμποδίζω
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω)
παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.)
νεοελλ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) (ε)μποδισμένος
απαγορευμένος ως προς κάτι («[ε]μποδισμένο χωράφι» — στο οποίο απαγορεύεται η βοσκή)
μσν.
μέσ.
1. ματαιώνομαι («νά μὴν τὸ μάθη ὁ Φλώριος καὶ ἐμποδιστῆ τὸ πρᾱγμα», Φλώρ.)
2. δυσκολεύομαι, βρίσκω εμπόδια («ὅταν εἰς γῆρας γὰρ ἐλθῇ..., ἀμβλυωπεῑ... μποδίζεται βαδίζειν», Φυσιολ.)
αρχ.
1. δένω τα πόδια κάποιου, δεσμεύω («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῑρας ὀπίσω δήσαντες», Ηρόδ.)
2. (με δοτ. πράγμ.) γίνομαι εμπόδιο («ἐμποδιοῡσιν ἀλλήλαις», Αριστοτ.)
3. πιέζω με το πόδι, πατικώνω, συμπιέζω, πλαταίνω κάτι («ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας» — σαν να συμπιέζει με το πόδι ξερά σύκα, για να τά αρμαθιάσει, να τά κάνει αρμαθιές, τσαπέλες
Αριστοφ.).