εξορίζω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
(I)
(AM ἐξορίζω) ορίζω
1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει έξω από τα σύνορα της χώρας, απελαύνω
2. διώχνω μακριά, απομακρύνω
μσν.- νεοελλ.
(για εχθρό) απωθώ, αποκρούω
νεοελλ.
εκτοπίζω κάποιον, του επιβάλλω να απομακρυνθεί από τον τόπο κατοικίας και να παραμείνει υπό επιτήρηση σε άλλη περιοχή της επικράτειας
μσν.
1. στέλνω
2. (για άνεμο) παρασύρω
αρχ.
1. (για βρέφος) εκθέτω, εγκαταλείπω
2. (για ανίατους ασθενείς) απομονώνω
3. πηγαίνω από πόλη σε πόλη
4. μέσ. προέρχομαι.———————— (II)
ἐξορίζω (Α)
βγάζω τον ορό από το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορίζω (< ορός)].