ἐπαμύνω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰμύνω Medium diacritics: ἐπαμύνω Low diacritics: επαμύνω Capitals: ΕΠΑΜΥΝΩ
Transliteration A: epamýnō Transliteration B: epamynō Transliteration C: epamyno Beta Code: e)pamu/nw

English (LSJ)

   A come to aid, succour, τινί Il.6.361, 18.99,al., Th.3.14, al., Lys.12.99, etc.    2 abs., Il.16.540,al. (never in Od.), Hdt.1.82, Th.1.25,101, Lys.3.16, etc.; τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί apologetic arguments to prove that... Pl.Lg.891b.    3 ward off, δολίην v.l. for ἀπ- in AP5.6 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 898] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰμύνω: σπεύδω εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ ἐπαμύνω Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), οὕτως ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.

French (Bailly abrégé)

1 secourir, défendre : τινι qqn;
2 repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.
Étymologie: ἐπί, ἀμύνω.

English (Autenrieth)

aor. imp. ἐπάμῦνον: bring aid to, come to the defence, abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπαμύνω (AM) αμύνω
1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία
β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).