εύφορος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔφορος, -ον)
παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
1. (για άνεμο) ευνοϊκός
2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν πόνων», Πίνδ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται ή μεταφέρεται εύκολα, ο ελαφρός, ο ευκολομεταχείριστος («εὐφορώτατα ὅπλα», Λουκιαν.)
2. (για πηλό) εύπλαστος, μαλακός
3. (για κρασί) αυτός που πίνεται εύκολα)
4. (για αρρώστια) αυτός που εξαπλώνεται, που μεταδίδεται εύκολα
5. (για πρόσ.) επιρρεπής σε κάτι
6. (για σώμα) ενεργητικός, δραστήριος, εύρωστοςἔνιοι δὲ ζῶσι καὶ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἔτι πλείω, ἐὰν εὔφορον ἔχωσι τὸ σῶμα», Αριστοτ.)
7. ο ικανός να κάνει χαριτωμένες κινήσεις («χρὴ ὀρχεῑσθαι τὸν μέλλοντα εὐφορώτερον τὸ σώμα ἕξειν», Ξεν.)
8. ο πλούσιος, αυτός που αφθονεί σε κάτιπόλις εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν», Διον. Αλ.)
9. ο ικανός να κάνει κάτι εύκολα.
επίρρ...
εὐφόρως (Α)
1. με υπομονή, καρτερικά («εὐφορώτερον φέρειν», Ιπποκρ.)
2. εύκολα («εὐφόρως καὶ μετὰ ῥᾳστώνης ἐνεργεῑν», Φίλ.)
3. φρ. «εὐφόρως (ἔχω)» — αισθάνομαι καλύτερα, είμαι σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φορος (< φέρω), πρβλ. παρά-φορος, φαρετρή-φορος].