ηγεμόνας

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) ηγούμαι
1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής
2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης, βασιλιάς, αυτοκράτορας, άρχων ηγεμονίας, πρίγκιπαςηγεμόνας της Μολδοβλαχίας»)
αρχ.
1. οδηγός, αυτός που προπορεύεται, που δείχνει τον δρόμο
2. αρχηγός του στρατού ή του στόλου, αρχιστράτηγος
3. αυτός που προεξάρχει, που προΐσταται (α. «ἡγεμών τοῡ χοροῡ» — ο κορυφαίος του χορού
β. «ἡγεμὼν τοῡ δικαστηρίου» — ο πρόεδρος του δικαστηρίου στην αρχαία Αθήνα)
4. αυτός που πρωτεύει, που υπερτερεί, που υπερέχει («πασῶν ἀρετῶν ἡγεμών ἐστιν εὐσέβεια» — από όλες τις αρετές ύψιστη είναι η ευσέβεια)
5. (στους Ρωμαίους) α) Ήγεμών (Princeps)
προσωνυμία τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων
β) έπαρχος, διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας
6. ως επίθ. α) αυτός που ηγείται, ο πρώτοςἡγεμών άνήρ», Πλάτ.)
β) (για ναυαρχίδα κ.λπ.) οδηγός, αυτή που προηγείται και φέρει τη σημαία, η πρώτη (α. «ἡγεμών ναῡς», Αισχύλ.
β) «ἡγεμόνες πόδες» — τα πόδια που μας οδηγούν, Αριστοτ.
γ) «ἡγεμόσιν ἕπεσθαι μέρεσι» — ακολουθούν ως οδηγούς τα μέρη της ψυχής, Πλάτ.)
7. αρχιτ. οἱ ἡγεμόνες (δωρ. ἁγεμόνες)
οι κέραμοι της στέγης που βρίσκονται ορθοί επάνω στο γείσο, αλλ. ανθοκέραμοι ή ανθεμωτοί
8. (για θαλάσσιο ταξίδι) πλοηγός, πιλότος, οδηγός
9. ηνίοχος
10. είδος ψαριού, αλλ. ήγητήρ
11. φρ. «ἡγεμόνες νεότητος» — οι νέοι που πρωτεύουν
12. η βασίλισσα τών μελισσών και τών σφηκών οι οποίες θεωρούνται από τον Αριστοτέλη αρσενικού γένους
13. επιγρ. ένας από τους εκπαιδευτές στα γυμναστήρια
14. (στην προσωδία) πυρρίχιος, μετρικός πους ή λέξη που αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβές.