ἱππογέρανοι
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
οἱ,
A crane-cavalry, Luc.VH1.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
cavaliers montés sur des grues.
Étymologie: ἵππος, γέρανος.
Greek Monolingual
ἱππογέρανοι, οί (Α)
ιππικό από γερανούς, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γερανούς αντί για ίππους.