ἱππόβοτος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόβοτος Medium diacritics: ἱππόβοτος Low diacritics: ιππόβοτος Capitals: ΙΠΠΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: hippóbotos Transliteration B: hippobotos Transliteration C: ippovotos Beta Code: i(ppo/botos

English (LSJ)

ον, (βόσκω)

   A grazed by horses, Od.4.606, E.Andr.1229 (anap.), IG12.1034, Just.Nov.25.1; ἡ ἱ., at Chalcis, Ael.VH6.1 (cf. foreg.); esp. of the plain of Argos, from the rich pastures of Lerna, Il.2.287, al., B.10.80, E.Supp.365 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1259] von Rossen beweidet, gute Weide für Pferde, große Pferdeheerden habend, bes. Ἄργος, Il. 2, 287 u. öfter; vgl. Od. 4, 605; Eur. Suppl. 377; πεδίον Andr. 1230.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόβοτος: -ον, (βόσκω) βοσκόμενος, τρωγόμενος ὑπὸ ἵππων, ἐπὶ πλουσίας γῆς πρὸς βόσκησιν, Ὀδ. Δ. 606, Εὐρ. Ἀνδρ. 1229· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ πεδίου τοῦ Ἄργους, ἕνεκα τῶν πλουσίων νομῶν τῆς Λέρνης, Ἰλ. Β. 287, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ἱκέτ. 365. - Ἱππόβοτος, οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ χώρα τῶν Χαλκιδέων ἣν ἐκυρίευσαν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ ἐκληρούχησαν εἰς δισχιλίους κλήρους, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
riche en pâturages pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.

English (Autenrieth)

(βόσκω): horse-nourishing, horse-breeding, esp. as epith. of Argos, Il. 2.287.

Greek Monolingual

ἱππόβοτος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾱλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος
ιστορικός της φιλοσοφίας της αρχαιότητας κατά την εποχή του Αυγούστου ή του Τιβερίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού-βοτος, μηλό-βοτος].