κατάχρηση
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Greek Monolingual
η (AM κατάχρησις) καταχρώμαι
1. η υπέρμετρη και άτοπη χρήση ή κατανάλωση ενός πράγματος (α. «η κατάχρηση τών οινοπνευματωδών βλάπτει» β. «ἡ τῶν ἄλλων φαρμάκων κατάχρησις», Γαλ.)
2. μεταφορική ή κατ' επέκταση της κύριας σημασίας της χρήση μιας λέξης, π.χ. οφθαλμός αμπέλου
νεοελλ.
1. παράνομη εκμετάλλευση ξένης περιουσίας, σφετερισμός από κάποιον ξένων χρημάτων που του έχουν εμπιστευθεί για φύλαξη ή διαχείριση («καταδικάστηκε για κατάχρηση του ταμείου της τράπεζας»)
2. έλλειψη εγκράτειας στον τρόπο που ζει κάποιος, ασωτία, ακολασία («καταστράφηκε από τις καταχρήσεις»)
3. φρ. μτφ. α) «κατάχρηση εξουσίας» — υπέρβαση καθηκόντων
β) «κατάχρηση καλοσύνης» — η εκμετάλλευση της καλοσύνης κάποιου γ) «κατάχρηση εμπιστοσύνης» — το να εκμεταλλεύεται κάποιος την εμπιστοσύνη του άλλου και να τον εξαπατά ή να αποθρασύνεται
αρχ.
υποχρέωση, χρέος.