κλαγγή

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ, metapl. dat.

   A κλαγγί Ibyc.56: (κλάζω):—any sharp sound, e.g. twang of the bow, Il.1.49; scream of birds, esp. cranes, to which are compared confused cries of a throng, 3.3, Od.11.605, cf. Il.2.100, 10.523; grunting of swine, Od. 14.412; later, howling of wolves and lions, h.Hom.14.4, cf. 27.8; hissing of serpents, Pi.Dith.2.18 (pl.), A.Th.381 (pl.); baying of dogs, X.Cyn.4.5, etc.; also, of musical instruments, Telest.4, Mnesim.4.57 (anap.); of song, S.Tr.208 (lyr.); κ. ἀηδόνειος (leg. -όνιος) Nicom. Trag.1; κ. δύσφατος, of Cassandra's prophecies, A.Ag.1152 (lyr.); of the scream of the Harpies, A.R.2.269.

German (Pape)

[Seite 1444] ἡ (κλάζω), Klang, Ton; bei Hom. meist das verworrene Durcheinanderschreien vieler Menschen, Lärm, Getöse, Il. 2, 99, Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ' ἐνοπῇ τ' ἴσαν, ὄρνιθες ὥς 3, 2, vgl. Od. 11, 604, wobei bes. an Kraniche zu denken; von Schweinen, 14, 412; auch von dem Erklingen der Sehne des Bogens, wenn der Pfeil abgeschossen ist, Il. 1, 48; μεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ Aesch. Spt. 363; vgl. δύσφατος κλ. Ag. 1123, wo es von dem Unglück weissagenden Rufe der Kassandra steht; vom Gesange des Chors, Soph. Trach. 207; μάτηρ δ' ὥς τις πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν, ὅπως ἐξάρξω 'γώ Eur. Troad. 147; οἱ βάρβαροι μεγίστῃ κλαγγῇ βοήσαντες Hdn. 4, 15, 2; von Blasinstrumenten, Telest. Ath. XIV, 637 a; von Hunden, ὑλαγμὸν ποιήσει τῶν κυνῶν καὶ κλαγγήν Xen. Cyn. 6, 17, wie 4, 5; D. Sic. 17, 92; nach Poll. 5, 89 von Adlern u. Kranichen. Von den Harpyien, Ap. Rh. 2, 268; von Gänsen, Plut. de fort. Rom. 12; ἀηδόνειος Nicomach. B. A. 349. – Aus Ibyc. wird Cram. Anecd. 1 p. 65 der dat. κλαγγί angeführt, dem homerischen ἀλκί zu ἀλκή entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

κλαγγή: ἡ, δοτ. κατὰ μεταπλασμ. κλαγγὶ (ὡς τὸ ἀλκί), Ἴβυκ. 49· (κλάζω)· ― πᾶς ὀξὺς ἦχος· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ τόξου ὁπόταν ἐκρίπτηται τὸ βέλος, Ἰλ. Α. 49· ἐπὶ τῆς κραυγῆς πτηνῶν, ἰδίως τῶν γεράνων (πρβλ. κλαγγάζω, κλαγερός), παραβαλλομένης πρὸς τὴν συγκεχυμένην βοὴν πλήθους, Ἰλ. Γ. 3, Ὀδ. Λ. 605, πρβλ. Ἰλ. Β. 100., Κ. 523· ἐπὶ τοῦ γρυλλισμοῦ τῶν χοίρων, Ὀδ. Ξ. 412· βραδύτερον ἐπὶ τῶν ὠρυγμῶν τῶν λύκων, Ὁμ. Ὕμν. 13. 4, πρβλ. 27. 8· ὁ συριγμὸς τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Θήβ. 381· ἡ ὑλακὴ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 5, κτλ.· ὁ ἦχος μουσικῶν ὀργάνων, Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 637Α· ἐπὶ ᾄσματος, Σοφ. Τρ. 208· κλ. δύσφατος, ἐπὶ τῶν προφητειῶν τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152. ― πρβλ. κλάζω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὡσαύτως καὶ τὰ κλαγγαίνω, -έω, -ώδης.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. cri aigu et inarticulé :
1 cris confus d’une multitude;
2 cri d’animal (grognement du porc, aboiement du chien, sifflement du serpent, etc.);
3 en parl. de choses bruit d’un arc (lorsqu’on lance la flèche);
II. bruit aigu et articulé en parl. du chant du chœur, d’une prédiction de Cassandre.
Étymologie: R. Κλαγ, crier ; cf. lat. clangor.

English (Autenrieth)

(κλάζω): scream, properly of birds, Od. 11.605; of animals, as the squealing of pigs, Od. 14.412; and of the loud cry of warriors, Il. 2.100; the sharp twang of a bowstring, Il. 1.49.

Greek Monolingual

η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί)
1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ.
β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)
2. ο συριγμός του τόξου («δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ' ἀργυρέοιο βιοῑο», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση ξιφών και άλλων όπλων («ώρμησαν με βλαστήμιες και θόρυβο και σπαθιών κλαγγή», Καρκβ.)
αρχ.
1. συγκεχυμένη βοή από πλήθος («οἱ βάρβαροι μεγίστῃ τε κλαγγῇ βοήσαντες, ἐπέδραμον τοῑς Ρωμαίοις», Ηρωδιαν.)
2. (για την Κασσάνδρα) φωνή που προμηνύει δυστυχία («τά δ' ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ μελοτυπεῑς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί μετονοματικό παρ. του κλάζω (< κλάγγ-), ίσως όμως πρόκειται για ανεξάρτητο σχηματισμό από την ίδια ρίζα. Βλ. λ. κλάζω.].