κώμος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

κῶμος, -ου, ὁ (Α)
1. διασκέδαση σε συμπόσιο καθώς και η μετά από αυτό θορυβώδης έξοδος στον δρόμο εκείνων που διασκέδαζαν, ιδίως νέων λαμπαδηφορούντων και στεφανωμένων, οι οποίοι φορούσαν προσωπίδες και τραγουδούσαν και χόρευαν με τη συνοδεία οργάνων, κυρίως αυλού (α. «πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾱσθαι εἰς ἀλλήλους», Ηρόδ.
β. «ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν... στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται», Αριστοφ.)
2. λαῑκή και αγροτική εορτή, με πομπή και άλλες εκδηλώσεις, αφιερωμένη στις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης και προς τιμήν θεού, ιδίως του Διονύσου και της ακολουθίας του («κώμοις Ὑακίνθου», Ευρ.)
3. ομάδα ατόμων που συμμετείχαν σε εορταστική πομπή ή σε πομπή προς τιμήν κάποιου νικητή
4. συγκεντρωμένο πλήθος ατόμων («ὁμηλίκων κώμους ἐπάξω», Ευρ.)
5. το τραγούδι που έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν σε εορταστικές πομπές («κώμῳ ἁδυμελεῑ», Πίνδ.)
6. είδος βακχικού χορού τών διονυσιακών τελετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα κοινός, κεάζω, οπότε η αρχική της σημ. θα ήταν «αγέλη». Συνδέεται επίσης με τα κώμη, κώμος.
ΠΑΡ. κωμικός
αρχ.
κωμάδιος, κωμάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωμωδός
αρχ.
κωμηγέτης, κώμαρχος, κωμοφύλαξ. (Β' συνθετικό) αγλαόκωμος, αείκωμος, εγρεσίκωμος, επίκωμος, ηδύκωμος, κραιπαλόκωμος, πολύκωμος, σύγκωμος, φιλόκωμος.