μεθημερινός

From LSJ
Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθημερῐνός Medium diacritics: μεθημερινός Low diacritics: μεθημερινός Capitals: ΜΕΘΗΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: methēmerinós Transliteration B: methēmerinos Transliteration C: methimerinos Beta Code: meqhmerino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἡμέρα)

   A by day, φῶς Pl.Ti.45c; φυλακαί X.Lac. 12.2; μ. γάμοι prostitution in open daylight, D.18.129, cf. Ph.1.155; τὸ μεθημερινόν (sc. μέρος) Pl.Sph.220d.    2 of fevers, remittent quotidian, Gal. 17(1).221.

German (Pape)

[Seite 112] ή, όν, was bei Tage geschieht, im Ggstz von νυκτηρινόν, Plat. Soph. 220, l; Sp. wie Plut.; – γάμοι, täglich, Dem. 18, 129; vgl. Lob. zu Phryn. p. 54; Cic. ad Her. 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

μεθημερῐνός: -ή, -όν, (ἡμέρα) ὁ καθ’ (ἢ μεθ’) ἡμέραν, ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, Λατ. diurnus, φῶς Πλάτ. Τίμ. 45C· φυλακαὶ Ξεν. Λακ. 12, 2· μ. γάμοι, πορνικῶς γενόμενοι ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας, Δημ. 270. 10, ἔνθα ἴδε Reisk., πρβλ. Φίλωνα 1. 155· - τὸ μεθημερινόν, ὡς ἐπίρρ. ἐν ἡμέρᾳ, Πλάτ. Σοφ. 220D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de jour, qui se fait pendant le jour;
2 qui se fait en plein jour.
Étymologie: μετά, ἡμέρα.

Greek Monolingual

μεθημερινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.)
2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα
3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν
κατά τη διάρκεια της ημέρας, την ημέρα
4. φρ. «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, όχι νυκτερινές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἡμερινός (< ἦμαρ)].