λεπτότητα
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
η (AM λεπτότης, -ητος) λεπτός
1. η ιδιότητα του λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία
2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της»)
3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ βασιλεῡ, τῆς λεπτότητος τῶν φρενῶν», Αριστοφ.)
νεοελλ.-μσν.
ευγένεια στους τρόπους, αβρότητα, ανωτερότητα, διακριτικότητα («φέρεται πάντοτε με λεπτότητα»)
μσν.
1. λεπτομερής αφήγηση, μακρηγορία, λεπτολογία
2. ανωτερότητα έννοιας
αρχ.
1. (για τον αέρα) ελαφρότητα, αραιότητα, διαύγεια («ἀέρα λεπτότητι καί καθαρότητι πρόσφορον», Πλούτ.)
2. (για την ψυχή) αϋλότητα.