λίμνασμα
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
German (Pape)
[Seite 48] τό, U. λιμνασμός, ὁ, DER SUMPF, SP.
Greek Monolingual
το (Μ λίμνασμα λιμνάζω
νεοελλ.
1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση
2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα της πεδιάδας»)
3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας
μσν.
καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη μερίδα («λιμνάσματα ευεργετημάτων», Κ. Μανασσ.).