λίμνασμα

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

German (Pape)

[Seite 48] τό, U. λιμνασμός, ὁ, DER SUMPF, SP.

Greek Monolingual

το (Μ λίμνασμα λιμνάζω
νεοελλ.
1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση
2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα της πεδιάδας»)
3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας
μσν.
καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη μερίδα («λιμνάσματα ευεργετημάτων», Κ. Μανασσ.).