μαρμαίρω

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμαίρω Medium diacritics: μαρμαίρω Low diacritics: μαρμαίρω Capitals: ΜΑΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: marmaírō Transliteration B: marmairō Transliteration C: marmairo Beta Code: marmai/rw

English (LSJ)

only pres. and impf.; impf.

   A μαρμαίρεσκον Q.S.1.150: (redupl. from μαρ-, cf. μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω):—flash, sparkle, gleam, of any darting, quivering light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα Il.12.195, cf. 16.664,al.; τεύχεα μ. 18.617; Τρῶες . . χαλκῷ μαρμαίροντες 13.801; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας 16.279; δώματα . . χρύσεα μαρμαίροντα 13.22; ὄμματα μαρμαίροντα the sparkling eyes of Aphrodite, 3.397; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Hes.Th.699; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ Alc.15.1; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.Fr.16.9; νύκτα . . ἄστροισι μαρμαίρουσαν A.Th.401; χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, of Apollo, E.Ion888 (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων D.P.329; μαρμαίρουσι παρηΐδες AP5.281 (Agath.), cf. Alciphr.3.67: also in late Prose, Phld. Po.2.40, Plu.Caes.6, Luc.DMeretr.13.3, Alciphr.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμαίρω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἰων. παρατ. μαρμαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 150. (Ἐπιτεταμέν. δι’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐκ τῆς √ ΜΑΡ (πρβλ. μαιμάω, μορμύρω, πορφύρω, παιφάσσω), ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις: μάρμαρος, μαρμαρύσσω, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω, ἀμαρυγή, και πιθ. ἀμαυρός, μαυρός). Λάμπω, ἀστράπτω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, ἐπὶ φωτὸς τρέμοντος ἢ παλλομένου, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· ἐπὶ τῆς λάμψεως μετάλλου, ἔντεα μαρμαίροντα Ἰλ. Μ. 195., Π. 664, κτλ. τεύχεα μ. Σ. 117· Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ν. 801· σὺν ἔντεσι μαρμαίροντες Π. 279· δώματα... χρύσεα μαρμαίροντα Ν. 22· ὄμματα μαρμαίροντα, οἱ ἀπαστράπτοντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἀφροδίτης, Γ. 397· - οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Ἡσ. Θ. 699· μαρμαίρει δὲ δόμος χαλκῷ Ἀλκαῖ. 1· χρυσῷ δ’ ἐλέφαντί τε μαρμαίρουσιν οἴκοι Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 [27], 8· νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν Αἰσχύλ. Θήβ. 401· χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴων 888, πρβλ. 1427· ἀρτὴρ μαρμαίρων Διον. Π. 329· πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 282· - ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 13. 3, Ἀλκίφρων 3. 67.

French (Bailly abrégé)

briller, rayonner, resplendir.
Étymologie: R. Μαρ, briller, avec redoubl.

English (Autenrieth)

sparkle, flash, glitter.

Greek Monolingual

μαρμαίρω)
1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω
2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζωνύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< μαρμαρ-), με επένθεση του ζ- και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ. μαρμάρεος (πρβλ. δαιδάλλω, δαιδάλεος, αλλά στην περίπτωση αυτή υπάρχει και το δαίδαλος), ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mr της ΙΕ ρίζας mer- «λάμπω, σπινθηροβολώ» (πρβλ. marīci «ακτίνα φωτός») και συνδέεται με τις λ. μαρίλη, μαριεύς, μαραυγέω και ἀμαρυσσω. Η σύνδεση του τ. με λατ. merus «άκρατος, καθαρός» θεωρείται αμφίβολη.
ΠΑΡ. μαρμαρυγή
αρχ.
Μαίρα, μαρμάρεος (I).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αναμαρμαίρω, παραμαρμαίρω, περιμαρμαίρω, υπομαρμαίρω].