νεβρός
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
English (LSJ)
ὁ,
A young of the deer, fawn, Il.8.248, Od.4.336, etc.; πέδιλα νεβρῶν fawnskin brogues, Hdt.7.75; a type of cowardice, Il.4.243, 21.29; prov., ὁ ν. τὸν λέοντα (sc. αἱρεῖ), of anything strange, Luc. DMort.8.1:—also fem., Il.4.243, E.Ba.866 (lyr.), Trag.Adesp.419.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, das Junge des Hirsches, das Hirschkalb; Il. 8, 248 u. öfter; ἔλαφος ἐν ξυλόχῳ κρατεροῖο λέοντος νεβροὺς κοιμήσασα, Od. 4, 336. 17, 127; als Sinnbild der Furcht u. Verzagtheit, πεφυζότες ἠΰτε νεβροί, Il. 22, 1, τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, 4, 243. 21, 29; ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; ποικιλόθριξ, Eur. Alc. 888; öfter; auch in Prosa, Plat. Charm. 155 d; τοὺς νεογνοὺς τῶν νεβρῶν, Xen. Cyn. 9, 3, öfter; Folgde. Sprichwörtlich ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα, Luc. D. Mort. 8, 1. – Ἡ νεβρός, Eur. Pol. 6, Theocr. 12, 6, Plut. Sert. 11.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρός: ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς ἔμβλημα δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε νέος).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
au masc. faon, jeune cerf;
au fém. jeune biche, animal.
Étymologie: R. ΝεϜ, être nouveau ; cf. νέος.
English (Autenrieth)
fawn; as symbol of timorousness, Il. 4.243.
Greek Monolingual
ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ)
το νεογνό του ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.)
2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και δειλίας («τίφθ' οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.)
3. παροιμ. «ὁ νεβρός τὸν λέοντα (ενν. αἱρεῑ, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για παράδοξο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. negw-ro-, που συνδέεται με αρμ. nerk «χρώμα», ίσως και λατ. niger «σκοτεινός». Η ονομ. του ζαρκαδιού προέρχεται επομένως από το χρώμα του. Ανάλογη περίπτωση το προκάς «ελάφι», συγγενές με το πρεκνός / περκνός «στικτός».
ΠΑΡ. νεβρίδα
αρχ.
νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νεβρίας, νέβρινος, νέβριον, νεβρίτης, νεβρίτις, νεβρούμαι, νεβρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νεβρόγονος, νεβροκτόνος, νεβροστολίζω, νεβροτόκος, νεβροφανής, νεβροφόνος, νεβροχίτων.