νέκρωση

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ νέκρωσις) νεκρώ
1. διακοπή της ζωής, θανάτωση
2. νεκρική κατάσταση, θάνατος
3. μτφ. αμβλύτητα, παράλυση, μαρασμός, απονέκρωση («νέκρωσιν χρὴ νοεῑν ψυχῆς τὴν κακοπραγίαν, οὐ τὸν εἰς τὸ μὴ εἶναι ἀφανισμόν», (Ισιδ. Πηλ.)
νεοελλ.
1. (βιολ.-ιατρ.) φυσικοχημικός μετασχηματισμός της ζώας ύλης, ο οποίος καταλήγει στον θάνατο
2. ο τοπικός θάνατος τών κυττάρων ενός ιστού, οργάνου ή ανατομικής περιοχής, ενώ ο υπόλοιπος οργανισμός εξακολουθεὶ να ζει
3. στασιμότητα, αδράνεια, νέκρα
μσν.
προσωρινή απώλεια τών αισθήσεων, λιποθυμία.