ὀπωρινός

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωρινός Medium diacritics: ὀπωρινός Low diacritics: οπωρινός Capitals: ΟΠΩΡΙΝΟΣ
Transliteration A: opōrinós Transliteration B: opōrinos Transliteration C: oporinos Beta Code: o)pwrino/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of ὀπώρα or late summer, ἀστέρ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, i. e. Sirius, the star whose rising marked the beginning of that season (v. ὀπώρα), Il.5.5 ; ἦμαρ 16.385 ; βορέης 21.346, Od.5.328; ὄμβρος Hes.Op.674, 677 ; ὄρχατοι E. Fr.896 ; δέλφαξ Ar.Fr.506.4 ; πυλαία SIG239C31, al. (Delph., iv B. C.). [In Hom. the last syll. is always long (by position in Il.21.346), and the penult. is long also, metri gr.: when the ult. is short, the penult. also is short, as in Hes.Op.674 ; in Att. ῐ always ; cf. μετοπωρινός.]

German (Pape)

[Seite 365] herbstlich, zur Jahreszeit ὀπώρα gehörig, hundstägig; ἀστήρ, d. i. der Sirius, Il. 5, 5; ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, 16, 385; Βορέης, 21, 346, wie Od. 5, 328; Διὸς ὄμβρος, Hes. O. 676; sp. D. – [Die Epiker brauchen ι lang, wenn die letzte Sylbe lang ist, des Verses wegen.]

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρινός: -ή, -όν, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ὀπώρας, ἀκάματον πῦρ, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, δηλ. τῷ Σειρίῳ, οὗ ἡ ἐπιτολὴ ἐσήμαινε τὴν ἔναρξιν ἐκείνης τῆς ὥρας τοῦ ἔτους (ἴδε ὀπώρα), Ἰλ. Ε. 5· ἦμαρ Π. 385· βορέης Φ. 346, Ὀδ. Ε. 328· ὄμβρος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 672, 676· ὄρχατοι Εὐρ. Ἀποσπ. 888 δέλφαξ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421. [Παρ’ Ὁμ., ὅστις μόνον τὰς πλαγίας πτώσεις μεταχειρίζεται, ὅταν ἡ λήγουσα ᾖ μακρά, τότε καὶ ἡ παραλήγουσα πρέπει νὰ ᾖ ὡσαύτως μακρά· - ἀλλ’ ὅταν ἡ λήγουσα ᾖ βραχεῖα, ἡ παραλήγουσα εἶναι ὡσαύτως βραχεῖα, ὡς παρ’ Ἡσ.· παρ’ Ἀττ. ἀείποτε. ῐ πρβλμετοπωρινός]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la fin de l’été, de l’automne : ὀπωρινὸς ἀστήρ IL la canicule.
Étymologie: ὀπώρα.

Greek Monolingual

ὀπωρινός, -ή, -όν (Α) οπώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή της οπώρας ή αυτός που γίνεται κατά την εποχή της οπώρας («μηδὲ μένειν τε οἶvov νέον καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», Ησίοδ.).