ορθολογισμός
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
ο
1. το να σκέπτεται και να κρίνει κανείς σύμφωνα με τις επιταγές του ορθού λόγου
2. (φιλοσ.) γνωσιολογική θεωρία και μέθοδος έρευνας που θεωρεί τον λόγο ως κύρια πηγή και έλεγχο της γνώσης, τείνει να μη λαμβάνει υπ' όψιν της την κατ' αίσθηση εμπειρία, σε αντιδιαστολή με την εμπειριοκρατία, και υποστηρίζει ότι υπάρχουν αλήθειες τις οποίες ο νους μπορεί να συλλάβει άμεσα, γιατί είναι αφ' εαυτών προφανείς και πρόδηλες
3. φρ. α) «θρησκευτικός ορθολογισμός»
(φιλοσ.) αντίληψη που προβάλλει τις αξιώσεις του ορθού λόγου έναντι τών αξιώσεων της αποκάλυψης και της αυθεντίας, υποστηρίζει ότι οι θεμελιώδεις αρχές της θρησκείας είναι έμφυτες και αφ' εαυτών προφανείς και τονίζει τη σημασία της φυσικής θρησκείας έναντι της εξ αποκαλύψεως θρησκείας
β) «ηθικός ορθολογισμός» — αντίληψη που υποστηρίζει την εφαρμογή του επιστημολογικού ορθολογισμού στον τομέα της ηθικής και θεωρεί ότι οι θεμελιώδεις ηθικές ιδέες είναι έμφυτες και οι πρώτες αρχές της ηθικής είναι αφ' εαυτών φανερές
γ) «κριτικός ορθολογισμός» — σύγχρονο ρεύμα του ορθολογισμού, οι κύριοι εκπρόσωποι του οποίου υποστηρίζουν ότι οι προτάσεις τών επιστημών δεν είναι δυνατόν ούτε να αποδειχθούν ούτε να επαληθευθούν, αλλά διατυπώνονται μάλλον ως υποθέσεις και ισχύουν ώς την ενδεχόμενη διάψευσή τους — αρχή η οποία μπορεί να επεκταθεί τόσο στη θεολογία όσο και στη φιλοσοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθός + λόγος + -ισμός. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γερμ. Rationalismus και μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].