ὀστρύα

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρύα Medium diacritics: ὀστρύα Low diacritics: οστρύα Capitals: ΟΣΤΡΥΑ
Transliteration A: ostrýa Transliteration B: ostrya Transliteration C: ostrya Beta Code: o)stru/a

English (LSJ)

(or ὀστρύη), and ὄστρυς, υος, ἡ,

   A hop hornbeam, Ostrya carpinifolia, Thphr.HP3.10.3, cf. 3.3.1, 3.6.1, Plin.HN13.117; also ὀστρυΐς, ΐδος, ἡ, Thphr.HP1.8.2.

German (Pape)

[Seite 401] ἡ, auch ὀστρύς, ύος, ἡ, ein Baum von hartem Holze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρύα: (ἢ ὀστρύη), καὶ ὄστρυς, υος, ἡ, δένδρον μετὰ λίαν σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ ὀξύα, κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.

Greek Monolingual

η
βοτ. βλ. οστρύα.

Greek Monolingual

η (Α ὀστρύα και ὀστρύη και ὀστρυΐς και ὄστρυς)
γένος δένδρων με σκληρό ξύλο, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά σήμερα με την κοινή ονομασία οστρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές καταλήξεις: ὀστρ-ύα (πρβλ. ὀξ-ύα), ὀστρυΐς, -ίδος με επίθημα -ιδ-, πιθ. δευτερογενές, και ὄστρυς (πρβλ. σίκυς). Πολλοί εντάσσουν τη λ. ὄστρυς, όπως και τη λ. σίκυς, σε μια σειρά δάνειων λέξων].