πάντη
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
German (Pape)
[Seite 463] auch πάντῃ, überall, auf allen Seiten, überall hin; ἐπῴχετο κῆλα θεοῖο πάντη ἀνὰ στρατόν, Il. 1, 384; πάντη γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει πῦρ, 12, 177, öfter; πάντη φοιτῶντες ἐπ' αἶαν, Hes. O. 124; Eur. I. A. 144; Ar. Vesp. 246; Διὸς ἱερὸν δύο σταδίων πάντη, auf allen Seiten, also in's Gevierte, Her. 1, 181, vgl. 2, 168; πάντη ἴσον ἀφεστῶτας, Plat. Critia. 113 d; Folgde; τὰς τύχας οἴσει μάλιστα καὶ πάντη πάντως ἐμμελῶς, Arist. eth. 1, 10; πάντη πάντως σπιθαμιαῖον, Pol. 6, 23, 14; auch Plat. Phil. 60 c vrbdt διὰ τέλους, πάντη καὶ πάντως; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 369. – Dor. παντᾶ, vgl. über den Accent B. A. 586, 32; Aesch. Suppl. 62 Eum. 925; Soph. Tr. 644; Ar. Lys. 169 u. öfter; Theocr. 15, 6.
Greek (Liddell-Scott)
πάντη: ἢ πάντῃ, Δωρ. παντᾷ Πινδ. Ο. 1 ἐν τέλ., 9. 36, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 169, 180· ἐπίρρ.· - κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, πρὸς ὅλα τὰ μέρη, ἑπομένης προθέσ., πάντη ἀνὰ στρατὸν Ἰλ. Δ. 384· πάντη περὶ τεῖχος Β. 177, κτλ.· π. ἀμφὶ νέκυν Ψ. 34· πάντη φοιτῶντες ἐπ’ αἶαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121· ὅσον τε ἐπὶ ιη΄ σταοίους ... πάντη Ἡρόδ. 1. 126· - ὡσαύτως, π. παπταίνειν Ὀδ. Μ. 23· διασκοπεῖν Ἀριστοφ. Σφ. 246· ἱερὸν δύο σταδίων πάντη, ἐκ παντὸς μέρους, Ἡρόδ. 1. 181, πρβλ. 2. 168· κύκλῳ π. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 2. ΙΙ. κατὰ πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου, ὅλως, ὁλοσχερῶς, Εὐρ. Ἀποσπ. 966· πάντη πάντως Πλάτ. Τίμ. 29C, Παρμ. 160Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 11· πάντως καὶ π. Πλάτ. Φίληβ. 60C· οὐ πάντη, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 partout, de tous côtés, sur tous les points avec ou sans mouv.
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶς.
English (Strong)
adverb (of manner) from πᾶς; wholly: always.
Greek Monolingual
πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση του οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα
αρχ.
1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη, παντού («τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν», Αριστοφ.)
2. καθ' ολοκληρίαν, παντελώς, εντελώς
3. (με άρνηση) οὐ πάντῃ
όχι εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -ῃ (πρβλ. απάντ-ή)].