παραθέω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθέω Medium diacritics: παραθέω Low diacritics: παραθέω Capitals: ΠΑΡΑΘΕΩ
Transliteration A: parathéō Transliteration B: paratheō Transliteration C: paratheo Beta Code: paraqe/w

English (LSJ)

   A run beside or alongside, Pl.La.183e, X.HG7.1.21, etc.; τινι Plu.Luc.21; run along, τὴν ὄχθην Ael.NA6.53; of winds, παρὰ τὰ κοῖλα τῆς Εὐβοίας Thphr.Vent.32.    II run to one side of or overrun, τὸ ὀρθόν Pl.Tht.171c.    III run beyond, outrun, τινα X. An.4.7.12; run past, Id.Cyn.6.16,19.    IV touch on cursorily, Luc.Hist.Conscr.57.    V pass on, be transient, π. καὶ οὐ μένειν Plot.4.6.3.

German (Pape)

[Seite 478] (s. θέω), nebenbei- od. nebenherlaufen; Plat. Lach. 183 e; Xen. Hell. 7, 1, 21; – auch vorbeilaufen, 4, 2, 22, vgl. Cyr. 4, 3, 16; u. übertr., τὸ ὀρθόν, über das rechte Maaß hinaus, Plat. Theaet. 171 c. – Im Lauf überholen, vorlaufen, Xen. An. 4. 7. 12 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραθέω: -θεύσομαι, τρέχω πλησίον, ἐκ παραλλήλου, Πλάτ. Λάχ. 183Ε, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 21, κτλ.· τινι Πλουτ. Λούκουλλ. 21· τρέχω παρά τι, τὴν ὄχθην Αἰλ. π. Ζ. 6. 53. ΙΙ. τρέχω πλαγίως ἢ ἔξω, παραθέομεν τὸ ὀρθόν, τρέχομεν ἔξω τοῦ ὀρθοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 171C. ΙΙΙ. τρέχω πέραν τινός, ὑπερβαίνω τρέχων, τινα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 12· παρατρέχω, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 16 καὶ 19. IV. ὡς τὸ Λατ. percurro, ἐν παρόδῳ πραγματεύομαι, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57.

French (Bailly abrégé)

f. παραθεύσομαι;
1 courir auprès : τινι auprès de qqn;
2 courir le long de, acc.;
3 dépasser en courant, acc.;
4 toucher en courant, effleurer.
Étymologie: παρά, θέω.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου
2. τρέχω κατά μήκος ενός τόπου
3. (κυριολ. και μτφ.) ξεφεύγω προς τα πλάγια ή προς τα έξω
4. ξεπερνώ κάποιον τρέχοντας
5. υπερβάλλω
6. πραγματεύομαι κάτι παρενθετικά, «εν παρόδω» («οἷον ὁρᾷς καὶ Ὅμηρος... ποιεῑ καίτοι ποιητής ὤν παραθεῑ τὸν Τάνταλον», Λουκιαν.)
7. περνώ από κάπου, παρέρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θέω «τρέχω»].