παράληψη
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
η / παράληψις και παράλημψις και δωρ. τ. παράλαμψις, ΝΑ παραλαμβάνω
το να παραλαμβάνει κανείς κάτι από άλλον, λήψη, παραλαβή
αρχ.
1. διαδοχή ενός από κάτι άλλο («παράληψις τῆς βασιλείας», επιγρ.)
2. άλωση, κατάληψη πόλης
3. μάθηση, μόρφωση, διδασκαλία
4. χρήση, μεταχείριση
5. ιατρ. εφαρμογή
6. είσπραξη φόρων
7. έναρξη, αρχή
8. φρ. «μετὰ θείας παραλήψεως» — με επίκληση τών θεών.