Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραφυλάω

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ
νεοελλ.
ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι
νεοελλ.-μσν.
προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ. Ρόδ.)
νεοελλ.-αρχ.
παρατηρώ προσεκτικά τις κινήσεις κάποιου, παρακολουθώ κάποιον κρυφά
μσν.-αρχ.
φυλάγομαι από κάτι, είμαι προσεκτικός
αρχ.
1. (για στρατιώτες) (ενεργ. και μέσ.) φρουρώ άγρυπνα, προσεκτικά, είμαι φρουρός, κάνω τη βάρδια μου
2. καταβάλλω φροντίδες να διαφυλάξω κάτι, προσέχω μήπως...
3. μέσ. παραφυλάσσομαι και παραφυλάττομαι
προσέχω, φυλάγομαι, αγρυπνώ
4. υπηρετώ ως παραφύλαξ
5. μτφ. προστατεύω, υπερασπίζω («παραφυλάττοντες τὴν ἐκείνων ἐλευθερίαν», Πολ.).