προλάκκιον
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
τό,
A ante-chamber, Arist.PA675a13.
German (Pape)
[Seite 732] τό, Vorsumpf, Behältniß in der Erde vor einem größern, Arist. part. anim. 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
προλάκκιον: τό, λάκκος μικρότερος πρὸ ἄλλου μεγαλειτέρου Ἀριστ. Π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρός λάκκος ο οποίος βρίσκεται πριν από άλλο μεγαλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάκκος + επίθημα -ιον].