συνδιαβιβάζω
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
causal of συνδιαβαίνω,
A carry through or over together, Pl.Lg.892e, X.HG6.2.10; help to convey across, τὴν στρατιάν Plu.Luc. 4.
German (Pape)
[Seite 1007] mit oder zugleich durch- od. überführen; Plat. Legg. X, 892 e; τὴν στρατιάν, Plut. Lucull. 4.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαβῐβάζω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ συνδιαβαίνω, διαβιβάζω ὁμοῦ διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι, Πλάτ. Νόμ. 892E, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
faire traverser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβιβάζω.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.