σύνδουλος

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδουλος Medium diacritics: σύνδουλος Low diacritics: σύνδουλος Capitals: ΣΥΝΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: sýndoulos Transliteration B: syndoulos Transliteration C: syndoulos Beta Code: su/ndoulos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A fellow-slave, masc., Id.Ion 1109, Ar.Pax745 (anap.), Theopomp.Com.32.8, Lys.Fr.331 S., Herod.5.56, Ev.Matt. 18.29, etc.; fem., Hdt.2.134, E.Med.65, etc.; also fem. συνδούλη, Hdt.1.110, Babr.3.6.    2 metaph. in NT, Ep.Col.1.7, Apoc.6.11, al. (The statement of Moeris p.273 P., ὁμόδουλος Ἀττικῶς, σύνδουλος Ἑλληνικῶς, is incorrect: Poll.3.82 distinguishes ς. 'slave of the same master' fr. ὁμόδουλος 'companion in slavery'.)

German (Pape)

[Seite 1009] mitdienend, Mitsklave; Eur. Ion 1109; Ar. Pax 729; Her. öfter, auch ἡ σύνδουλος, Mitsklavinn, 2, 134.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδουλος: ὁ, ἡ, ὁ συνδουλεύων, ὁ ὁμοίως δοῦλος, ὁ μετ’ ἄλλου τινὸς δουλεύων τῷ αὐτῷ δεσπότῃ, ὁμόδουλος, Εὐρ. Ἴων 1109, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 745, Λυσίας, κλπ.˙ ὡς θηλ., Ἡρόδ. 1. 110., 2. 134, Εὐρ. Μήδ. 65, κτλ.˙ ἀλλὰ ἰδιαίτερον θηλ. συνδούλη ἀπαντᾷ παρὰ Βαβρ. 3. 6, διάφορ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 1. 110. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 176.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
compagnon d’esclavage.
Étymologie: σύν, δοῦλος.

English (Strong)

from σύν and δοῦλος; a co-slave, i.e. servitor or ministrant of the same master (human or divine): fellowservant.

English (Thayer)

συνδούλου, ὁ (σύν and δοῦλος), a fellow-servant; one who serves the same master with another; thus used of
a. the associate of a servant (or slave) in the proper sense: one who with others serves (ministers to) a king: the colleague of one who is Christ's servant in publishing the gospel: Lightfoot)).
d. one who with others acknowledges the same Lord, Jesus, and obeys his commands: one who with others is subject to the same divine authority in the Messianic economy: so of angels as the fellow-servants of Christians, Moeris says, p. 273, ὁμόδουλος ἀττικως, σύνδουλος ἑλληνικως. But the word is used by Aristophanes, Euripides, Lysias.)

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ δοῡλος
μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία του Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῡ ἀγαπητοῡ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ)
αρχ.
αυτός που υπηρετεί ως δούλος του ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ δοῡλος
μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία του Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῡ ἀγαπητοῡ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ)
αρχ.
αυτός που υπηρετεί ως δούλος του ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.