χειμάζομαι

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

ΝΑ, και ενεργ. τ. χειμάζω και χιμάζω Α χεῑμα
παθ.
1. υφίσταμαι τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα
2. μτφ. δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι
αρχ.
1. ενεργ. α) εκθέτω κάτι στο ψύχος του χειμώνα
β) (κυρίως για θεό) εγείρω θύελλα, προκαλώ κακοκαιρία («θεού τοιαῡτα χειμάζοντος», Σοφ.)
γ) (για καιρικές συνθήκες) αποδιώχνω κάποιον ή κάτι με τη σφοδρότητά μου
δ) μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω («τόδ' αἷμα χειμάζον πόλιν», Σοφ.)
2. (αμτβ.) α) διέρχομαι τον χειμώνα σε έναν τόπο, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζωχειμάζω δ' ἐν κοίλοις ἄντροις», Αριστοφ.)
β) (ιδίως για στράτευμα) στρατοπεδεύω σε τόπο προφυλαγμένο από την κακοκαιρία του χειμώνα για να ξεχειμωνιάσω
3. (ως τριτοπρόσ.) χειμάζει
κάνει βαρυχειμωνιά
4. παθ. (για δένδρα) ζω κατά τη διάρκεια του χειμώνα.