τάφρος
English (LSJ)
ἡ,
A ditch, trench, freq. in Il. (once in Od., 21.120); τάφρον ὀρύξομεν Il.7.341, cf. IG12.94.21,34, Th.2.78, al.; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν drew a trench, Il.7.449, cf. Hdt.4.3, Alcid.Od.5, etc.; τάφρων ὕπερ over the trenches, S.Aj.1279, cf. Aen.Tact.37.3, al., OGI90.24 (Rosetta, ii B.C.); irrigation-ditch, PHal.1.97, al., PSI6.597.5 (both iii B.C.): it is sts. found as masc. in codd., e.g. Ph.Bel. 99.43 (cod. V), D.S.22.10.5; but βαθύν is Ep. for βαθεῖαν in Call.Del. 37: Dor. τράφος Tab.Heracl.1.130, 2.51.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, der Graben, Hom. u. Folgde; τάφρον ὀρύσσειν, Il. 7, 341. 440; τάφρον ἤλασαν, 449. 9, 349; Soph. Ai. 1258; Eur. oft, auch τύμβου τάφρον ἐς κοίλην, Hec. 900; διαπηδᾶν τάφρον, Ar. Ach. 1141; u. in Prosa, Plat. Euthyphr. 4 c Critia. 118 c, u. Folgde überall; – Callim. soll das Wort auch als masc. gebraucht haben, wie es auch Alcidam. u. Apollod. 1, 8, 1 hat. – Es hängt mit θάπτω, τάφος, wie im Deutschen Grab u. Graben zusammen.
Greek (Liddell-Scott)
τάφρος: ἡ, (ἴδε θάπτω), ὡς καὶ νῦν, χάνδαξ, ὄρυγμα, κοινῶς «χανδάκι», συχν. παρ’ Ὁμήρ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· τάφρον ὀρύσσειν Ἰλ. Η. 341, κτλ.· τ. ἐλαύνειν, ὀρύσσειν τάφρον εἰς μῆκος, αὐτόθι 450· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 3, καὶ τοῖς Ἀττ.· τάφρων ὕπερ, ὑπεράνω τῶν τάφρων, Σοφ. Αἴ. 1279· - τινὲς ἐκ τῶν λίαν μεταγενεστέρων συγγραφέων ἔχουσι τὴν λέξιν ὡς ἀρσ. γένους καὶ οὕτως εὑρίσκεται ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀλκιδάμ. 184. 28· ἀλλὰ παρὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. 37, βαθύν ἥλαο τάφρον, τὸ βαθὺν κεῖται Ἐπικῶς ἀντὶ βαθεῖαν, ὡς γίνεται συχνάκις ἐπὶ τοιούτων λέξεων. Ὁ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι τύπος τράφος ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναι (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130., 5775. 51).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
fosse, fossé.
Étymologie: θάπτω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τράφος, ὁ, Ν, και τράφος, ἡ, ΜΑ
όρυγμα, χαντάκι, το οποίο παλαιότερα περιέβαλλε για λόγους αμυντικούς τα κάστρα και τα οχυρά (α. «άνοιξαν γύρω γύρω μεγάλες τάφρους» β. «βαθεῑαν ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τεκτονική τάφρος»
γεωλ. βλ. τεκτονικός
β) «ωκεάνια τάφρος»
(γεωλ.-ωκεαν.) κάθε επίμηκες, στενό και με απότομες πλευρές, βύθισμα του ωκεάνιου βυθού, στο οποίο υπάρχουν τα μεγαλύτερα ωκεάνια βάθη
αρχ.
1. αρδευτικό αυλάκι
2. φρ. «τάφρον ἐλαύνω» — σκάβω τάφρο κατά μήκος (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τάφρος < θ. ταφ- του θάπ-τω + κατάλ. θηλ. -ος (πρβλ. νῆ-σος) και ένθημα -ρ-, που, κατά μία άποψη, μπορεί να ανήκει στο θ. (βλ. και λ. θάπτω). Ο τ. τράφος (ἡ) < τάφρος, με μετάθεση του -ρ-, ενώ ο νεοελλ. τ. τράφος (ὁ) < αρχ. τράφος (ἡ) με αναλογική αλλαγή γένους κατά τα σημασιολογικώς συγγενή λάκκος, βόθρος.