τεκτονικός
English (LSJ)
τεκτονική, τεκτονικόν,
A practised in building or skilled in building, Pl.Grg.460b: as substantive, a good carpenter or builder, Id.R.443c, etc.; as opp. to a smith (χαλκευτικός), X.Mem.1.1.7: ἡ τεκτονική (sc. τέχνη) joiners' work, carpentry, freq. in Pl., Plt.280c, al.; as opp. to smiths' work (χαλκεία, ἡ χαλκευτική), Id.Prt.324e, X.Oec. 1.1, cf. D.L.3.100: τὸ τεκτονικόν = skill in carpentry, Pl.Cra.416d.
2 of a joiner or for a joiner or of a carpenter, for a carpenter, ὄργανα Id.Epin.975c; χρεία Thphr. HP5.1.12; κόλλα Gal.12.829, CPHerm.p.77 (iii A.D.); τὰ τεκτονικά = joinery, PMich.Zen.38.55 (iii B.C.); κεφάλαιον τεκτονικοῦ prob. in IG12.374.140.
German (Pape)
[Seite 1083] zum Zimmermann od. Baumeister gehörig, im Bauen geschickt; ὁ τεκτ., der Zimmermann od. Baumeister, Plat. Rep. IV, 443 c u. öfter; ἡ τεκτονική, sc. τέχνη, Baukunst, Euthyd. 281 a; neben χαλκεία, Prot. 324 e; bes. Kunst der Holzbearbeitung im Gegensatz der Metallverarbeitung, χαλκευτική, D. L. 3, 100, wie auch Xen. τὸν τεκτονικὸν ἢ χαλκευτικόν neben einander stellt, Mem. 1, 1, 7, vgl. Oec. 12, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de charpentier ; ἡ τεκτονική (τέχνη) l'art du charpentier ou du menuisier ; ὁ τεκτονικός le charpentier ou le menuisier.
Étymologie: τέκτων.
Russian (Dvoretsky)
τεκτονικός: II ὁ плотник Xen., Plat.
плотничный Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
τεκτονικός: -ή, -όν, (τέκτων) ὁ ἠσκημένος ἢ ἔμπειρος καὶ δεξιὸς εἰς τὸ οἰκοδομεῖν, Πλάτ.· ὡς οὐσ., καλὸς ξυλουργὸς καὶ οἰκοδόμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 443. κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χαλκευτικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· - ἡ τεκτονικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ξυλουργική, ξυλουργία, συχν. παρὰ Πλάτ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν τέχνην τοῦ χαλκέως ἢ σιδηρουργοῦ, (χαλκεία, ἢ χαλκευτική), Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, Ξενοφ. Οἰκ. 1, 1, Διογ. Λ. 3. 100· - τὸ τεκτονικόν, ἡ ἐμπειρία ἐν τῇ τεκτονικῇ, Πλάτ. Κρατ. 416D. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξυλουργὸν ἢ τέκτονα, ὄργανα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 975Β, Θεόφρ., κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τεκτονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τέκτων, -ονος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό
νεοελλ.
1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων του στερεού φλοιού της γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός σεισμός»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τεκτονική
γεωλ. κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη της παραμόρφωσης τών πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης και με τις δυνάμεις που δημιουργούν αυτήν την παραμόρφωση και, ιδιαίτερα, με τη θεωρία τών πλακών η οποία διατυπώθηκε με σκοπό τη διεύρυνση και τη σύνθεση της γνώσης για τη μετατόπιση τών ηπείρων και την υπόθεση της διάνοιξης του θαλάσσιου πυθμένα
3. φρ. α) «τεκτονική παραμόρφωση»
γεωλ. η διάρρηξη και κάμψη τών πετρωμάτων όταν αυτά υπόκεινται σε διάφορες τάσεις, διεργασία που είναι αποτέλεσμα της ανύψωσης τών ορέων, της ανάπτυξης νησιωτικών τόξων και της δημιουργίας ρηξιγενών κοιλάδων
β) «τεκτονική πλάκα»
γεωλ. η λιθοσφαιρική πλάκα (βλ. λιθοσφαφικός)
γ) «τεκτονική πλακών»
γεωλ. θεωρία που ασχολείται με τη δυναμική του εξώτερου κελύφους της Γης, της λιθόσφαιρας, θεωρία που αποτελεί το κυρίαρχο σήμερα δόγμα τών γεωλογικών και γεωγραφικών επιστημών και σύμφωνα με την οποία η λιθόσφαιρα αποτελείται από δώδεκα μεγάλα και μερικά μικρότερα τμήματα, τις λεγόμενες πλάκες, οι οποίες κινούνται η μία σε σχέση με τις άλλες και συγκλίνουν ή αποκλίνουν μεταξύ τους, ασκώντας αμοιβαίες επιδράσεις, που είναι η κύρια αιτία της υφαιστειακής και σεισμικής δραστηριότητας της Γης και προκαλώντας κατά τη μετακίνησή τους τη γένεση τών ορέων εκεί όπου συγκρούονται, τη δημιουργία τών ωκεανών εκεί όπου απομακρύνονται μεταξύ τους, και την ταυτόχρονη μετατόπιση τών ηπείρων, οι οποίες βρίσκονται στη ράχη τών πλακών, με αποτέλεσμα τις συνεχείς αλλαγές στη γεωγραφία του πλανήτη
δ) «τεκτονική ενότητα»
γεωλ. ακολουθία στρωμάτων με κοινά στρωματογραφικά και λιθολογικά χαρακτηριστικά η οποία επιτρέπει τη γεωλογική αναπαράσταση χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν η παράλληλη διάταξή της σε σχέση με άλλες ενότητες, από παλαιογεωγραφική και τεκτονική άποψη, όπως απαιτείται στον καθορισμό της ισοπικής ζώνης
ε) «παγκόσμια τεκτονική»
γεωλ. η τεκτονική τών πλακών
στ) «τεκτονικός σεισμός»
γεωλ. εδαφική διατάραξη που παράγεται από την έκλυση ενέργειας ελαστικής παραμόρφωσης κατά τη βίαιη διάρρηξη μαζών πετρωμάτων, κυρίως όμως από την τριβή που αναπτύσσεται κατά την ολίσθηση τών ρηξιγενών τραχειών και ανώμαλων επιφανειών τών πετρωμάτων
ζ) «ηπειρογενετικός τεκτονικός σεισμός»
γεωλ. τεκτονικός σεισμός που εμφανίζεται στις γεωλογικά σταθερές περιοχές τών ηπείρων οι οποίες όμως σήμερα υφίστανται ανοδικές ή καθοδικές ηπειρογενετικές κινήσεις
η) «ορογενετικός τεκτονικός σεισμός»
γεωλ. τεκτονικός σεισμός που εμφανίζεται σε περιοχές ορογένεσης με έντονη γεωλογική δραστηριότητα
θ) «τεκτονικό κάλυμμα»
γεωλ. βλ. κάλυμμα
ι) «τεκτονικό κέρας» και «τεκτονική τάφρος»
γεωλ. επιμήκη ρηξιγενή τεμάχη του στερεού φλοιού της γης τα οποία έχουν ανυψωθεί και χαμηλώσει αντίστοιχα, σε σχέση με τη γύρω τους περιοχή, ως άμεσο αποτέλεσμα ρηξιγενών διεργασιών
ια) «τεκτονικό παράθυρο»
γεωλ. άνοιγμα που δημιουργείται από τη διάβρωση ενός τεκτονικού καλύμματος και αποκαλύπτει στην επιφάνεια ένα τμήμα του υποβάθρου
ιβ) «τεκτονικό ράκος»
γεωλ. αποκομμένο, λόγω διάβρωσης, τέμαχος τεκτονικού καλύμματος το οποίο περιβάλλεται από τα νεώτερα υποκείμενα πετρώματα
ιγ) «τεκτονικός χάρτης»
γεωλ. συνήθως τοπικών ή ηπειρωτικών διαστάσεων χαρτογραφική απεικόνιση τών κύριων τεκτονικών δομών μιας περιοχής
ιδ) «τεκτονική στοά»
i) η βασική οργανωτική μονάδα του τεκτονισμού
ii) ο χώρος στον οποίο συνέρχονται και κάνουν τις τελετές τους τα μέλη της οργάνωσης αυτής
αρχ.
1. ο έμπειρος στην ξυλουργική
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τεκτονικός
επιδέξιος ξυλουργός
3. το θηλ. ως ουσ.
η τέχνη του ξυλουργού
4. το ουδ. ως ουσ. τὰ τεκτονικά
οι γνώσεις ξυλουργικής.
Greek Monotonic
τεκτονικός: -ή, -όν (τέκτων), ασκημένος ή έμπειρος στην οικοδόμηση, σε Πλάτ.· ως ουσ., καλός ξυλουργός ή οικοδόμος, αντίθ. προς τον σιδηρουργό, σε Ξεν.· ἡ τεκτονική (ενν. τέχνη), η δουλειά του ξυλουργού, η ξυλουργική, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
τεκτονικός, ή, όν τέκτων
practised or skilled in building, Plat.: as substantive a good carpenter or builder, opp. to a smith, Xen.: —ἡ -κή (sc. τέχνἠ joiners' work, carpentry, Plat., etc.