φθινοπωρινός
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ή, όν,
A autumnal, Hp.Aph.2.25, Plu.2.735b, Gal.6.443; ἰσημερία ἡ φ. Arist.HA543b9, PHib.1.27.170 (iii B. C., without ἡ), Plb.4.37.2.
German (Pape)
[Seite 1271] aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φθινοπωρινὴ ἰσημερία Pol. 4, 37, 2.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνοπωρῐνός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ φθινόπωρον ἀνήκων, κατὰ τὸ φθινόπωρον γινόμενος, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Ἀριστ. Ἀποσπ. 232· ἰσημερία ἡ φθ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 3, Πολύβ. 4. 37, 2.
English (Strong)
from derivative of phthino (to wane; akin to the base of φθείρω) and ὀπώρα (meaning late autumn); autumnal (as stripped of leaves): whose fruit withereth.
English (Thayer)
φθινοπωρινη, φθινοπωρινον, (φθινόπωρον, late autumn; from φθίνω to wane, waste away, and ὀπώρα autumn), autumnal (Polybius 4,37, 2; Aristotle, h. a. 5,11; (Strabo), Plutarch): δένδρα φθινοπωρινά autumn trees, i. e. trees such as they are at the close of autumn, dry, leafless and without fruit, hence, ἄκαρπα is added; used of unfruitful, worthless men, Lightfoot A Fresh Revision etc., p. 134 f).
Greek Monolingual
-ή, -ό / φθινοπωρινός, -ή, -όν, ΝΑ φθινόπωρον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο
2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται το φθινόπωρο («φθινοπωρινά ρούχα»)
2. αυτός που προκαλείται από το φθινόπωρο («φθινοπωρινή κατάθλιψη»)
3. φρ. «φθινοπωρινό σημείο»
αστρον. το ένα από τα δύο σημεία τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη μετάβαση του Ηλίου κατά τη διάρκεια της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού.