υπόνοια

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

η / ὑπόνοια, ΝΑ ὑπονοῶ
1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία
2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. αμφιβολία, αβεβαιότητα
2. φρ. «μια υπόνοια»
μτφ. πολύ μικρή ποσότηταθέλω μια υπόνοια ζάχαρη στον καφέ μου»)
αρχ.
1. σκέψη που δεν εκφράζεται, δεν διατυπώνεται
2. ο βαθύτερος, αληθινός σκοπός
3. η βαθύτερη έννοια τών μύθων και τών αλληγοριών
4. υποκίνηση, παρακίνηση
5. υπαινιγμός, νύξη
6. καταλογισμός ευθυνών
7. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερηφανία, θράσος»
8. φρ. α) «καθ' ὑπόνοιαν» και «δι' ὑπονοιῶν» — συγκεκαλυμμένα (Πολ.)
β) «καθ' ὑπόνοιαν» — αντίθετα με αυτό που αναμενόταν (Κόιντ.).