φράτηρ

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φράτηρ Medium diacritics: φράτηρ Low diacritics: φράτηρ Capitals: ΦΡΑΤΗΡ
Transliteration A: phrátēr Transliteration B: phratēr Transliteration C: fratir Beta Code: fra/thr

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, gen. φράτερος (v. sub fin.); Dor. φρᾱτήρ Hdn.Gr.1.47; Ion. φρήτηρ,

   A = ἀδελφός, Hsch.:—member of a φράτρα: pl., those of the same φράτρα, clansmen, A.Eu.656, IG22.1237.9, al., freq. in Is. (v. infr.); σ' ὁ πατὴρ εἰσήγαγ' εἰς τοὺς φ. (which was done when the boy came of age), Ar.Av.1669, cf. Lys.30.2; εἰς τοὺς γεννήτας καὶ φ. ἐγγραφείς Is.7.43; εἰσαγαγεῖν εἰς τοὺς φ. Id.6.21; οὐκ ἐδέξαντο οἱ φ. ib.22; γαμηλίαν τοῖς φράτερσιν εἰσφέρειν Id.3.79; οὐκ ἔφυσε φράτερας, with a play on φραστῆρας (v. φραστήρ), he has not cut his citizen-teeth, is no true citizen, Ar.Ra.422, cf. Av.765 (troch.); φράτερες τριωβόλου, of the Athenian dicasts, Id.Eq.255 (troch.).    2 metaph., of birds, φ. καὶ συγγενής Ael.NA8.24. (φράτωρ, ορος (q.v.) is freq. found in codd., but is a later form acc. to Hdn.Gr.1.49, Eust.239.33; cogn. with Skt. bhrā´tar-, Lat. frater, Goth. brōpar, 'brother', etc.)

Greek (Liddell-Scott)

φράτηρ: [ᾱ], ὁ, γεν φράτερος (ἴδε ἐν τέλει)˙ μέλος φράτρας˙ ἐν τῷ πληθ., οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴν φράτραν, Λατ. curiales, Αἰσχύλ. Εὐμ. 656, Ἀριστοφ. Ἱππ. 255, καὶ συχν. παρ’ Ἰσαίῳ˙ εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (τοῦτο δὲ ἐγίνετο ὅτε ὁ παῖς ἡλικοῦτο, πρβλ. μεῖον ΙΙ), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1669, πρβλ. Λυσίαν 183. 11˙ ἐγγράφειν τινα εἰς τοὺς φρ. Ἰσαῖος 68. 4˙ εἰσάγειν εἰς τοὺς φρ. ὁ αὐτ. 58. 25˙ οὐκ ἐδέξαντο οἱ φρ. αὐτόθι 28˙ γαμηλίαν τοῖς φράτερσι εἰσφέρειν ὁ αὐτ. 46. 8˙ οὐκ ἔφυσε φράτερας, μετὰ παιδιᾶς πρὸς τὸ φραστῆρας ὀδόντας (ἴδε ἐν λέξ. φραστήρ), δὲν ἔβγαλε τοὺς πολιτικούς του ὀδόντας, δὲν εἶναι ἀληθὴς πολίτης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 418, πρβλ. Ὄρν. 765˙ φράτερες τριωβόλου, οἱ Ἀθηναῖοι δικασταί, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 255. 2) μεταφορ. ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ἀγρέως, τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ Αἰλ. περὶ Ζῴων 8. 24. Ὁ ἐν ταῖς ἐκδόσεσι συνήθης τύπος εἶναι φράτωρ, ορος (ὡς ἐν μεταγεν. Ἀντιγράφοις καὶ ἐν Ἐπιγραφαῖς, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 10., -86., -88., -89)˙ ἀλλ’ οἱ κράτιστοι τῶν κριτικῶν ἀποκαθιστῶσι τὸν τύπον φράτηρ, ερος παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἑπόμενοι τῷ Εὐσταθίῳ 239. 33, Α. Β. 992 καὶ τοῖς παλαιοτέροις Ἀντιγράφοις, ἴδε Ἕρμανν. καὶ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. ἔνθ. ἀνωτ., Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 225, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. 218˙ καὶ ὁ Βεκκῆρ. δὲ ἔχει δεχθῇ τὸν τύπον τοῦτον ἐν πολλοῖς χωρίοις τοῦ Δημοσθένους, εἰ καὶ τηρεῖ τὸν τύπον ἐν 1054. 14., 1305. 22, Λυσίας 183. 10, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 3, 7, κλπ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Meineke ἔνθ’ ἀνωτ. (Πρβλ. φράτρα (Ἰων. φρήτρη). φρατρία, φρατριάζω, φράτριος, ἡ δὲ πρώτη σημασία τοῦ φράτηρ εἶναι ἀδελφός, Ἀγγλ. brother· («φρήτηρ˙ ἀδελφὸς» Ἡσύχ.)˙ πρβλ. Σανσκρ. bhrat-a· Ζενδ. bhrat- ar· Λατ. frat-er· Γοτθ. brôth-ar, πληθ. brôth-rahans, Ἀρχ. Γερμαν. bruodar, Ἀρχ. Σκανδ. bródír, πληθ. brœdra, Ἀγγλο-Σαξον. brôdar, Σλαυ. bratrŭ· Ἀρχ. Ἰρλ. bráth-ir· ― εἶναι δὲ ἀξία παρατηρήσεως τῷ ὄντι ἡ ἀποκλειστικῶς πολιτικὴ σημασία τῆς λέξεως ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ).

French (Bailly abrégé)

ερος (ὁ) :
membre d’une phratrie ; d’ord. au plur. οἱ φράτερες membres d’une même phratrie.
Étymologie: cf. lat. frater.

Greek Monolingual

-ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, -ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, -ος, και φράτωρ, -ορός, ὁ, Α
1. μέλος φράτρας
2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός»
4. φρ. α) «φύω φράτερας» — ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος πολιτικά (Αριστοφ.)
β) «φράτερες τριωβόλου» — οι Αθηναίοι δικαστές (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhrāter- «αδελφός, συγγενής εξ αίματος» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. bhrātar-, αβεστ. brātar-, λατ. frater (πρβλ. γαλλ. frere, ιταλ. fratello), γοτθ. brōpar, αρχ. άνω γερμ. bruoder (πρβλ. γερμ. Bruder), αγγλοσαξ. brōpor, αρχ. ιρλδ. brāth(a)ir (πρβλ. αγγλ. brother). Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, το γεγονός ότι η λ. αυτή, η οποία απαντά στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες με την αρχική σημ. «αδελφός», στην Ελληνική (με εξαίρεση τους δύο τ. του Ησύχ.: φράτωρ
ἀδελφός και φρήτηρ
ἀδελφός) δεν διατήρησε τη σημ. αυτή, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα μέλη μιας φατρίας, μιας αδελφότητας, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με φυλετικούς ή, συχνά, και οικογενειακούς δεσμούς, κυρίως όμως με σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι η σημασιολογική αυτή εξέλιξη, η οποία είχε πιθ. συντελεστεί ήδη στην ΙΕ, συνοδεύθηκε στην Ελληνική και με ορισμένες μορφολογικές διαφοροποιήσεις του τ. φράτηρ ως προς τον τονισμό και την κλίση σε σχέση με άλλες λ. που δηλώνουν πρόσωπα συγγενικά, πρβλ. φράτηρ, φράτερος, φράτερες, σε αντιδιαστολή προς τα πατήρ: πατρός: πατέρες, μήτηρ: μητρός: μητέρες κ.λπ. Τέλος, παρλλ. προς τον τ. φράτηρ απαντά και ο τ. φράτωρ, -ορος, με κλίση κατά τα αρσ. σε -ωρ, -ορος (πρβλ. ῥήτωρ, -ορος)].