αθύρω

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

ἀθύρω (Α)
1. παίζω, διασκεδάζω
2. αστειεύομαι, παίζω
3. παίζω κάποιο όργανο
4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα dhwer
που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας (dhur-), με προθεματικό - (ņ), που αποτελεί επίσης μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα του ΙΕ en «ἐν» και επίθημα –yō. Ήτοι: ņ-dhur-yo > -θῦρ- > ἀθῦρω, με αντέκταση του σε Η αρχική σημ. της λ., σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή, θα ήταν «ενορμώ, στριφογυρίζω», απ' όπου εξελίχθηκε στην Ελληνική στη σημ. «παίζω, ψυχαγωγούμαι» (πρβλ. και την παράλληλη εξέλιξη του ρ. διασκεδάζω στην Ελληνική από την αρχική σημ. του «σκορπίζω» στη σημ. του «ψυχαγωγούμαι»). Σημειώνουμε ακόμη πως τα σύνθετα αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος δεν συνδέονται ετυμολογικά προς το ἀθῦρω, αλλά προς το ἄθυρος (- + θύρα) «ο χωρίς θύρα, χωρίς φραγμό».
ΠΑΡ. ἄθυρμα, αρχ. ἄθυρσις, ἀθυρεύεσθαι.