αλέομαι

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α)
1. απομακρύνω, αποφεύγω
2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF-ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. του Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι παρά το ἀλέασθαι, καθώς και τον ενεστωτικό του ρήματος ἀλεύω «απωθώ, κυνηγώ»), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F-. Το ρήμα συνήθως θεωρείται ότι προέρχεται από παρεκτεταμένη (με -eF-) μορφή της ρίζας ἀλ- με την οποία συνδέονται επίσης το συνώνυμο ρήμα ἀλύσκω, καθώς και οι ρηματικοί τ. ἀλύω «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος, βρίσκομαι σε αμηχανία, περιπλανιέμαι» και ἀλῶμαι -άομαι «περιπλανιέμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλέα Ι, ἀλεωρή.