ἁγνίζω
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
fut. ῐῶ (ἀφ-) LXX Nu.8.6: pf.
A ἥγνικα 1 Ep.Pet.1.22: (ἁγνός): —wash off, cleanse away, esp. by water (τὸ πῦρ καθαίρει . . τὸ ὕδωρ ἁγνίζει Plu.2.263e), λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά S.Aj.655; τινὰ πηγαῖς E. IT1039. 2 cleanse, purify, χέρας σὰς ἁγνίσας μιάσματος E.HF 1324, cf. Diph.126.1, LXXEx.19.10:—Med., purify oneself, ib. Jo.3.5, Plu.2.1105b:—Pass., ἁγνίσθητι Act.Ap.21.24; ἀπὸ οἴνου LXX Nu.6.3 (Pass.). 3 esp. ἁ. τὸν θανόντα purify the dead by fire, S.Ant. 545:—Pass., σώμαθ' ἡγνίσθη πυρί E.Supp.1211. 4 sacrifice, E.Fr.314, IT705 (Pass.). 5 hallow, consecrate, Aristonous 1.17 (Pass.). 6 burn up, consume, S.Fr.116; ἐπαστράψας αἰθὴρ ἥγνισε . . ἱστορίαν AP7.49 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 17] reinigen, bes. durch Wasser (Plut. Qu. Rom. 1 τὸ πῦρ καθαίρει – τὸ ὕδωρ ἁγνίζει), abspülen; λύματα Soph. Ai. 640; durch ein Sühnopfer, Plut. καθαρμοῖς τὰς πόλεις ἥγνισε Rom. 24; öfter mit ῥαίνω, Num. 13; κατακλύζω Mar. 21; mit Schwefel, Diphil.-bei Clem. Al. Strom. 7 p. 303; durch Feuer, verbrennen, σῶμα ἡγνίσθη πυρί Eur. Suppl. 1217; bes. als Opfer z. B. ἔντομα Ap. Rh. 2, 926.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνίζω: Μ. Ἀττ. -ῐῶ: (ἁγνός). Κάμνω τινὰ ἤ τι καθαρόν, ἐξαγνίζω, ἀποκαθαίρω, ἰδίᾳ δι’ ὕδατος (τὸ πῦρ καθαίρει.., τὸ ὕδωρ ἁγνίζει, Πλούτ. 2. 263Ε), λύμαθ ̓ ἁγνίσας ἐμά, Σοφ. Αἴ. 655· τί τινος, χέρας σὰς ἁγνίσας μιάσματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1324· συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῆ Κ. Δ.: -παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀλλὰ πρβλ. ἀφαγνίζω.
French (Bailly abrégé)
ao. ἥγνισα, ao. Pass. ἡγνίσθην;
1 purifier par l’eau, nettoyer, laver;
2 purifier par le feu;
3 purifier en gén. ; particul. offrir un sacrifice pour (un mort) acc..
Étymologie: ἁγνός.
Spanish (DGE)
I 1purificar gener. c. agua o sacrificios expiatorios τὰ ... μέγιστα τῶν ἁμαρτημάτων Hp.Morb.Sacr.1.13, λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά S.Ai.655, τὸν οἶκον κυρίου LXX 2Pa.29.17, cf. Apollod.Epit.2.9, σε πηγαῖς E.IT 1039, ἁ. πυρσῷ μέλαθρον E.IT 1216
•c. ac. y gen. purificar de algo χέρας μιάσματος E.HF 1324, cf. Diph.125.1, LXX Ex.19.10, en v. pas. ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς φόνῳ purificado junto al altar para el sacrificio E.IT 705
•tb. αἷμα ἁ. χεροῖν limpiar, purificar las manos de sangre E.Or.429.
2 consagrar, sacrificar τόδ' ἔγχος κρατὸς ἁγνίσῃ τρίχα del rito de cortar unos cabellos de la víctima, E.Alc.76, cf. A.R.2.926, Aristonous 1.17, τὰ τῆς θυσίας LXX 2Ma.1.33.
3 de cuerpos incinerar ἁ. τὸν θανόντα S.Ant.545, σώμαθ' ἡγνίσθη πυρί E.Supp.1211
•consumir S.Fr.116
•fig. ἐπαστράψας ... αἰθὴρ ἥγνισε ... ἱστορίαν AP 7.49 (Bianor).
II en v. med.
1 purificarse λουτροῖσι καθαροῖς E.El.793, cf. LXX Io.3.5, Plu.2.283d, Act.Ap.21.24, Heraclit.All.3.2.
2 c. gen. mantenerse puro de, abstenerse ἀπὸ οἴνου LXX Nu.6.3.
3 ofrecerse como sacrificio expiatorio ὑπὲρ ὑμῶν Ign.Eph.8.1, cf. Tr.13.3.
• Etimología: Cf. ἁγνός.
English (Abbott-Smith)
ἁγνίζω (> ἁγνός), [in LXX always ceremonially, chiefly for קָדַשׁ ;] to purify, cleanse from defilement;
(a)ceremonially: Jo 11:55, Ac 21:24, 26 24:18;
(b)morally: Ja 4:8, I Pe 1:22, I Jo 3:3. †SYN.: καθαρίζω, q.v. (and v.s. ἁγνός).
English (Strong)
from ἁγνός; to make clean, i.e. (figuratively) sanctify (ceremonially or morally): purify (self).
English (Thayer)
1st aorist ἥγνισα; perfect participle active ἠγνικώς; passive ἡγνισμένος; 1st aorist passive ἡγνίσθην (Winer's Grammar, 252 (237)); (ἁγνός); to purify;
1. ceremonially: ἐμαυτόν, to take upon oneself a purification, הזּיר, BB. DD. under the word <TOPIC:Nazarite>).
2. morally: τάς καρδίας, τάς ψυχάς, ἑαυτόν, Sophocles, Euripides, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
ἁγνίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ (ἁγνός)·
I. 1. εξαγνίζω, αποκαθαίρω, ιδίως μέσω νερού, σε Ευρ.
2. εξαγνίζω, καθαρίζω κάτι από κάτι άλλο, με γεν., σε Ευρ.
II. ἁγνίζω τὸν θανόντα, καθαγιάζω τον νεκρό μέσω φωτιάς έτσι ώστε να γίνει αποδεκτός από τους θεούς του Κάτω Κόσμου, σε Σοφ. — Παθ., σώμαθ' ἡγνίσθη πυρί, σε Ευρ.